Α, όχι, Περικλή! Θυμίζω:
*Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά,
στους βράχους πέφτει χιόνι.
Μες στ’ άγρια, στα σκοτεινά,
στες τραχιές πέτρες, στα στενά,
ο κλέφτης ξεσπαθώνει.
Στο δεξί χέρι το γυμνό
βαστά αστροπελέκι.
Παλάτι έχει το βουνό
και σκέπασμα τον ουρανό,
κ’ ελπίδα το τουφέκι.
Φεύγουν οι τύραννοι χλωμοί
το μαύρο του μαχαίρι·
μ’ ιδρώτα βρέχει το ψωμί,
ξέρει να ζήσει με τιμή,
και να πεθάνει ξέρει.
Τον κόσμ’ ο δόλος διοικεί
κι η άδικ’ ειμαρμένη.
Τα πλούτη έχουν οι κακοί,
κι εδώ στους βράχους κατοικεί
η αρετή κρυμμένη*.
Δηλώνω ότι πρώτη μου φορά διαβάζω τους στίχους των 3 υπολοίπων τετράστιχων, ότι δεν κατελήφθην από ρήγη εθνικής συγκινήσεως και ακόμα, ότι κατά την πηγή μου (Βικιπαίδεια) ποιητής είναι ο Α. Ρίζος Ραγκαβής. Ο (όποιος) ποιητής, πάντως, στα βουνά με τις τραχειές τους πέτρες και τα στενά βάζει το κέντρο δράσεως του καλού κλέφτη (γιατί όπως έχουμε μάθει, υπήρχαν και καλοί, ενάρετοι Κλέφτες, τότε) και όχι στους (Τουρκοπατημένους) κάμπους.
Ας είναι, θα μείνω και με τις δύο απορίες (γιατί μόνο οι βράχοι να ασπρίζουν απ’ το χιόνι, και πώς βρέθηκε ο φοβισμένος τύραννος ξαφνικά μέσ’ στη νύχτα, στους χιονισμένους βράχους). Τα επιπλέον τετράστιχα δεν μου τις έλυσαν, κι ας με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω ότι ο Κλέφτης, σωστός καινούργιος Δίας, διαφεντεύει ισάξια μ’ εκείνον τους δικούς του κεραυνούς.
Με τον πατέρα σου και τον (ανεκδιήγητο…) δάσκαλό του, γέλασα πολύ!
(υ.γ. Χρήστο, γιατί δεν μου βγάζουν λοξά, τα αστεράκια;)