Θ'έ μου μεγαλοδύναμε

Η πλακα ειναι οτι δε μ’αρεσει ιδαιτερα η κολοκυθοπιττα …
προτιμω το μπουρέκι που φτιαχνουμε εδω και μαλιστα χωρις φυλλο !!

Τωρα για τη ρυθμικη αγωγη του συγκεκριμενου ασματος πρεπει να τα πουμε απο κοντα … Αν ερθω τελικα πανω τελη αυτης της βδομαδας πες μου που δουλευεις να περασω, πριν βγειτε πανω, να τα πουμε. Αν θες βαζουμε και στοιχημα !! Επισης μπορουμε να ορισουμε πραγματογνωμονα καποιο μαεστρο ή μουσικό κύρους !!

Φιλουθκια !!!

Δεν χρειαζεται να πω κι εγω κυττα στα π.μ. σου …
καποιοι καλογλωσσοι θα μας παρεξηγησουν …
παντρεμενοι κι οι δυο …

ΤΟ ΘΕΜΑ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΛΗΞΑΝ !!

Το ασμα ειναι τσαμικο …

θα λεγαμε αν ηταν …

Αμάν, βρε Γιώργο, τώρα που κατάλαβα ποιός είσαι…θα το χορέψουμε κιόλας, σε άλλουνου το γάμο, ναί?..ώπα!:090:
στις 19 Νοέμβρη παίζουμε στο πολιτιστικό φεστιβάλ Μυκόνου, θα τον βρώ το φίλο σου και θα του δώσω χαιρετίσματα.
…αν σου ξαναπω κοίτα τα pm σου λές να μας παρεξηγήσουνε?

Δράττομαι της ευκαιρίας (που λένε και οι λόγιοι) να πλατύνω λίγο τη συζήτηση σε ένα παρεμφερές θέμα. Πρόκειται για τα τραγούδια-μόδα, που κατά καιρούς μας έχουν απασχολήσει. Δε μιλάω βέβαια για τα χιτάκια της σύγχρονης παραγωγής ούτε για τα σουξεδιάρικα κάθε εποχής. Μιλάω για γνήσια λαϊκά τραγούδια, που στην πορεία απόκτησαν (κατά κάποιον τρόπο) μορφή σουξεδιάρικου.
Τα παραδείγματα είναι δεκάδες και απασχόλησαν αρνητικά όλους όσους βρίσκονται στο χώρο της γνήσιας λαϊκής μουσικής, είτε αυτοί είναι επαγγελματίες μουσικοί είτε αρασιτέχνες είτε ακόμα και απλοί ακροατές.
Ως πρώτη προσέγγιση (και κατά παράβαση μιας σωστής τοποθέτησης) δεν θα αναφερθώ στους λόγους που έκαναν μόδα αυτά τα τραγούδια, γιατί είναι και σύνθετοι, αλλά και διαφέρουν συχνά από τραγούδι σε τραγούδι.
Εχουμε λοιπόν και λέμε:
Το τραγούδι που για τουλάχιστον 30 χρόνια βάφτιζε “λαϊκό” το πρόγραμμα κάθε σκυλάδικου ήταν το “Μάγισσες φέρτε βότανα”, παιγμένο βέβαια όπως το τραγούδησε ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος κι όχι στην “κανταδόρικη” πρώτη εκτέλεση. Την ίδια φάση ήρθαν να υποστηρίξουν οι “Βεργούλες”, μετά την “Παραγγελιά” του Παύλου Τάσσιου και την “εξωτική” μαγκιά του Κοεμτζή.
Μετά το “Μινόρε της αυγής”, την τηλεοπτική σειρά του Φώτη Μεσθεναίου, έγινε μόδα το ρεμπέτικο συνολικά. Αφού κατακάθισε ο πρώτος ενθουσιασμός, έμεινε ένα στάνταρ κοινό, κυρίως στις νεαρές ηλικίες (φοιτητές κλπ.), που γέμιζαν και γεμίζουν ακόμα τα λεγόμενα ρεμπετάδικα (στην όλη υπόθεση εξαιρούμε πάντα τους μόνιμους φίλους του ρεμπέτικου). Εκεί ξεπεράστηκαν οι “Φραγκοσυριανές”, οι “Συνεφιασμένες Κυριακές” κλπ. και η μόδα εξειδικεύτηκε σε πιο “ψαγμένα ακούσματα”, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το “Πίνω και μεθώ”. Παράλληλα, στην ίδια εποχή και φάση, αναπτύσσεται και η περίπτωση των “βαστάτε με μη σφάξω όλο τον ντουνιά”, δηλαδή των σύγχρονων κουτσαβάκηδων, συνέχεια της κλασικής παράδοσης, μόνο που λόγω συνθηκών δεν κουσουμάρουν πια μαχαίρια. Το τραγούδι-μόδα που τους συνόδευσε από τη δεκαετία του ‘70 ήταν -κυρίως- το "Βαπόρι απ’ την Περσία". Στην πορεία (αναλογικά, όπως και παραπάνω) περάσαμε στα πιο ψαγμένα μάγκικα τραγούδια, με προτίμηση στα βαριά χασικλίδικα, που άρχισε με το “Φέρτε πρέζα να πρεζάρω” (βοήθησε και η διασκευή του Ξαρχάκου) και κατέληξε στις μέρες μας με την “Προύσσα” και το “Θεέ μου μεγαλοδύναμε”. Αν είσαι εντελώς ανυποψίαστος ή τέλος πάντων αλλοδαπός που ξέρει ελληνικά, θα μείνεις με την εντύπωση ότι οι νεαροί αυτοί έχουν καβάτζα στο σπίτι τους τουλάχιστον πέντε τσουβάλια φούντα κι ότι πίνουν το λιγότερο δέκα αργιλέδες τη μέρα…
Θα μου πεις: “Σε πειράζει που λύσσαξαν με αυτά τα τραγούδια;”.
Οχι, δε με περιάζει. Αλλωστε είναι σίγουρα καλύτερο να γίνεται μόδα το “Οποια και να 'σαι”, παρά το “Α πα πα πα…”. Με ενοχλεί όμως η επιδερμικότητα.
Τα στοιχεία που δείχνουν το πόσο επιφανειακά “άγγιξαν” αυτά τα τραγούδια φαίνονται χαρακτηριστικά στο ζεϊμπέκικο “Πίνω και μεθώ” που χορευόταν (και χορεύεται) τσιφτετέλι πάνω στα τραπέζια ή συρτό στις πίστες. Φαίνονται -αν θέλετε για τους πιο ψαγμένους- στο “οφ αμάν” που οι οι 999 στους χίλιους τραγουδούσαν ως “οχ αμάν”. Φαίνονται στο ότι διασκέδαζαν μόνο όταν το άκουγαν από σύγχρονες φωνούλες (να μη λέμε ονόματα τώρα), ενώ δεν τους έφτιαχνε η φωνάρα του Κασιμάτη. Φαίνονται στην επιμονή τους ν’ ακούνε το “Τι σου 'κανα και πίνεις” από την κάθε πιτσιρίκα και όχι από τη μεγάλη Πόλυ.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο για τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, που είχαν τη δυστυχία να είναι αναγκασμένοι να παίξουν δεκάδες (να μην πω εκατοντάδες) φορές π.χ. το “Ζεϊμπέκικο της …Ευδοξίας” κ.ά., ανεξάρτητα με τη ροή του προγράμματός τους, ανεξάρτητα από τη διάθεσή τους, ανεξάρτητα γενικώς… Φτάσαμε (μουσικοί και ακροατές) τελικά να σιχαινόμαστε τεράστια τραγούδια όπως το “Μερτικό”.
Παράλληλα με τα παραπάνω, οι μουσικοί που ήθελαν να ξεχωρίσουν από τη …μάζα και να θεωρηθούν πιο “ψαγμένοι”, αναλώθηκαν σ’ ένα συναγωνισμό “ποιος θα παίξει το πιο άγνωστο τραγούδι”. Ετσι στα πιο “ψαγμένα” μαγαζιά έχεις περισσότερες πιθανότητες ν’ ακούσεις το “Διώξε τον Μπαξεβάνη σου” παρά το “Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά”. Το επιλέγονται τα τραγούδια με μόνο κριτήριο τη …σπανιότητά τους είχε σαν αποτέλεσμα να τσουβαλιάζονται τα εμπνευσμένα τραγούδια με τα λιγότερο εμπνευσμένα (για να μη χρησιμοποιήσω άλλο επίθετο). Γιατί, όπως και να το κάνουμε, οι παλιοί λαϊκοί δημιουργοί που γνωρίσαμε μέσα από τη δισκογραφία είχαν και καλές, και κακές στιγμές. Ανάλογα με την αξία τους ήταν και η ποσόστωση του καλού και του κακού (μοναδική ίσως εξαίρεση του κανόνα είναι ο Βαγγέλης Παπάζογλου, του οποίου αδυνατώ πραγματικά να ξεχωρίσω ένα του τραγούδι).
Σε όλα τα παραπάνω παίζει σημαντικό ρόλο η σύνθεση του κοινού. Η εμπειρία μου μέσα από την ταβερνιάρικη παρέα μας είναι πολύ διαφορετική. Στις ταβέρνες όπου γρατζουνάμε, οι λαϊκές παρέες γύρω μας είναι πιο αντιπροσωπευτικές. Μπαίνουν στο κλίμα με τη “Φραγκοσυριανή”, σιγοτραγουδούν το “Μ’ έχεις μαγεμένο”, ενώ θα συμμετέχουν στο “Λαθρέμπορα” και στο “Θέλω να πάψεις να γελάς”. Μ’ άλλα λόγια η άποψή τους για το λαϊκό τραγούδι είναι πολύ πιο συγκροτημένη από την αντίστοιχη άποψη πολλών άλλων που θέλουν να χαρακτηρίζονται “ψαγμένοι” ή ακόμα και “ειδικοί”.
Πού αποσκοπεί όλο το παραπάνω κείμενο;
Στο συμπέρασμα ότι, εκτός των άλλων, το ρεμπέτικο σήμερα παίζεται σε λάθος χώρους, από λάθος ανθρώπους, με λάθος ακροατήριο. Οι λιγοστές παρέες, τα λιγοστά μαγαζιά, όπου δεν επιβεβαιώνεται το παραπάνω συμπέρασμα, είναι φωτεινές εξαιρέσεις και ταυτόχρονα η ελπίδα που ίσως δείξει τη διέξοδο.

Χαιρετισματα λοιπον Κυριακη στον αγαπημενο μου φιλο στη Μυκονο τον Πετρο τον Ξυδακη, ρεμπετο-πορωμενο απ’τους λιγους -τω καιρω εκεινω (ο KK™ ξερει …), πριν πιασει τα αιρ-κοντισιον και τις αντιπροσωπειες, με μπαγλαμαδακια μπολικα, μιση χουφτα το καθενα, σκαφτα, αγορασμενα απο ολες τις τρυπες του Πειραια …
Ρεκορ : 50 πιατα φαγητο, στην καθισια αυτος μαζι με ενα κολλητο του Ξανθιωτη !!

Αν εμενε σε αλλο νησι θα ειχα παει στις πολλες φορες που εχει καλεσει αλλα … δεν …

Συγνωμη ζητω απο ολους κυριως απο τον κ.κ.πραγματικα δεν ηξερα τι σημαινει κουτσαβακι νομιζα σημαινει μαγκας και ομολογω το χρησιμοποιησα ειρωνικα.
Συγνωμη απο το Φερρη η ταινια σου ηταν καλη.
Συγνωμη για το υφος τη μιζερια και τα ορθογραφικα λαθη.
Συγνωμη για το κτητικο ΜΑΣ.
Συγνωμη για την ειρωνια.
Συγνωμη που καθηστερω να απαντησω αλλα δεν εχω internet στο σπιτι μπαινω σπανια απο net καφε.
Κωστα (τμ) χαιρομαι που εχεις ακουσει τους αχαρνεις,με αρεσουν ποΛυ κι εμενα.
Πανο και Ελενη η τοποθετησεις σας με κανουν και ντρεπομαι,εχετε δικιο.
ΝΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ

Κατ’ αρχήν χομπίστα γιατί ζητάς συγγνώμη; Και συ κύριε Πάνο μην το παίζεις politically correct. Ο ΚΚ προσέβαλλε χυδαία τον αγνό ενθουσιασμό ορισμένων φίλων του κομματιού και δεν δέχθηκε καμία τέτοιου είδους παραίνεση. Δε σχολίασα παλιότερα όμως τώρα τα πήρα και 'γω.

Ο ΚΚ λέει καθάρα πως αν το τραγούδι είναι του γούστου σου μάλλον είσαι “μια από τις γκομενίτσες που πρόσφατα ανακάλυψαν το ρεμπέτικο”. Δικαιολογημένη η οργή.

Ψυχραιμία, βρε παιδιά!

Γιατί επαναλαμβανόμαστε; Αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις και λύθηκαν οι παρεξηγήσεις…
Σε ορισμένους αρέσει το συγκεκριμένο τραγούδι απ΄ό,τι φάνηκε!
Πειράζει να μην αρέσει σε κάποιους άλλους; Τους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να λένε και αυτοί αβίαστα τη γνώμη τους, την οποία πρέπει να διαβάζουμε με προσοχή, ώστε να μην παρεξηγούμαστε;

Μήπως εκτός από την ημερομηνία της μάζωξης, πρέπει να βάλουμε σε ψηφοφορία ΚΑΙ το συγκεκριμένο τραγούδι, ώστε αν έχει την αποδοχή της πλειοψηφίας, τότε και μόνο τότε να ακουστεί στη μάζωξη;
Έτσι, για να μην χαλάμε τις καρδιές μας, άνευ λόγου;;;

Λοιπόν, πολλά πράματα με έχουνε πει, μα ποτέ πολίτικαλι κορεκτ… :mad:
Δεν βρίσκω το λόγο να κάτσω να σου συλλαβίσω ό,τι έχει ειπωθεί τις τελευταίες 2 σελίδες για να καταλάβεις τί έχει συμβεί, ποιός εννοεί τί και τί συμπέρασμα βγήκε - αυτό κάντο μόνος σου, αυτή τη φορά προσεκτικά.

Ρε παιδιά, πολύ ασχοληθήκαμε. Άιντε να ασχοληθούμε με τίποτ’άλλο.

Όντως…

Αν ο άνθρωπος θέλει να κάνει και μετάνοιες εμείς τι ζόρι τραβάμε;

Άσε που η μεταχρονολογημένη τσαντίλα είναι σαν το ανέκδοτο με το γρύλλο…

Αν ο Πάνος “το παίζει politically correct”, εσύ Κακοφώνιξ τι το παίζεις; Λυκουρέζος που μυρίστηκε υπόθεση με φαΐ;
Τέλος πάντων, δεν κατάλαβες αρκετά από τη συζήτηση. Ο Χομπίστας “μπήκε” με ειρωνία (τα περί κουτσαβάκηδων) και αντιμετωπίστηκε με ειρωνία κι όχι με κακία. Φαντάζομαι το κατάλαβε και ο ίδιος. Τα συγνώμη δε χρειάζονταν. Οπως δε χρειάζεται η δική σου παρέμβαση κι αν θες και η τωρινή δική μου

Μεταχρονολογημενα κι εγω θα “ανεβασω” μια σκεψη που ειχα, οταν η συζητηση ηταν στα φορτε της :

Το συγκεκριμενο ασμα ειναι για τα χασικλιδικα οτι το “Μια βοσκοπουλα αγαπησα” για τα δημοτικα !!

Και κατ’επεκταση και χωρις να το παιζω αρχων της μαστουρας, οι οψιμοι φαν αυτου του τραγουδιου ουτε εχουνε δει, ουτε μυρισει ποτε τουμπεκι …

Να πως γίνονται οι τρίχες τριχιά.
Ουφ.

Γιώργο ο παραλληλισμός με τη Βοσκοπούλα, εκπληκτικός! Εγώ το πολύ πολύ να προσέθετα και το “Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά” (αν και ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το χιόνι πρέπει να πέφτει μόνο στους βράχους και όχι γενικώς, καθώς και εναντίον τίνος ο κλέφτης ξεσπαθώνει μέσα στη μαύρη νύχτα όπου όλοι την έχουν κάνει).

Όμως, άλλη η μυρωδιά του (σκέτου) τουμπεκί και άλλη του λιβανιού.

θυμίστε μου, ρε παιδιά, πώς ψάχνω για θέματα της παλιάς πλατφόρμας!

Νίκο, το χιόνι πέφτει στους κάμπους, όχι στους βράχους. Αντίθετα, στα βουνά έχει απλώς μαύρο σκοτάδι.

Και το τραγούδι είναι ξεκάθαρα εμβατήριο.

Ο πατέρας μου έχει να αφηγείται ότι τον ρώτησε μια φορά ο δάσκαλος ποιος το έγραψε.
-Ο Κολακλίδης κύριε. (Σωστό -το ήξερε από πρώτο χέρι, γιατί ήταν συγγενής.)
-Ο Διονύσιος Σολωμός ζώον!

Κύριε Νίκο, το θέμα που αναφέρετε είναι το παρακάτω:

1 «Μου αρέσει»

Α, όχι, Περικλή! Θυμίζω:

*Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά,

στους βράχους πέφτει χιόνι.

Μες στ’ άγρια, στα σκοτεινά,

στες τραχιές πέτρες, στα στενά,

ο κλέφτης ξεσπαθώνει.

Στο δεξί χέρι το γυμνό

βαστά αστροπελέκι.

Παλάτι έχει το βουνό

και σκέπασμα τον ουρανό,

κ’ ελπίδα το τουφέκι.

Φεύγουν οι τύραννοι χλωμοί

το μαύρο του μαχαίρι·

μ’ ιδρώτα βρέχει το ψωμί,

ξέρει να ζήσει με τιμή,

και να πεθάνει ξέρει.

Τον κόσμ’ ο δόλος διοικεί

κι η άδικ’ ειμαρμένη.

Τα πλούτη έχουν οι κακοί,

κι εδώ στους βράχους κατοικεί

η αρετή κρυμμένη*.

Δηλώνω ότι πρώτη μου φορά διαβάζω τους στίχους των 3 υπολοίπων τετράστιχων, ότι δεν κατελήφθην από ρήγη εθνικής συγκινήσεως και ακόμα, ότι κατά την πηγή μου (Βικιπαίδεια) ποιητής είναι ο Α. Ρίζος Ραγκαβής. Ο (όποιος) ποιητής, πάντως, στα βουνά με τις τραχειές τους πέτρες και τα στενά βάζει το κέντρο δράσεως του καλού κλέφτη (γιατί όπως έχουμε μάθει, υπήρχαν και καλοί, ενάρετοι Κλέφτες, τότε) και όχι στους (Τουρκοπατημένους) κάμπους.

Ας είναι, θα μείνω και με τις δύο απορίες (γιατί μόνο οι βράχοι να ασπρίζουν απ’ το χιόνι, και πώς βρέθηκε ο φοβισμένος τύραννος ξαφνικά μέσ’ στη νύχτα, στους χιονισμένους βράχους). Τα επιπλέον τετράστιχα δεν μου τις έλυσαν, κι ας με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω ότι ο Κλέφτης, σωστός καινούργιος Δίας, διαφεντεύει ισάξια μ’ εκείνον τους δικούς του κεραυνούς.

Με τον πατέρα σου και τον (ανεκδιήγητο…) δάσκαλό του, γέλασα πολύ!

(υ.γ. Χρήστο, γιατί δεν μου βγάζουν λοξά, τα αστεράκια;)

Ουπς, δίκιο έχεις! Το Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει εννοούσα! Λάθος εποχή, όλα αχταρμάς… Το παιρνω πίσω.

Πάντως με κάμπους το ήξερα, και έβγαζε περισσότερο νόημα. Αν η εκδοχή με βράχους είναι σωστή, τότε είναι σωστή και η απορία σου.


Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι ποτέ δεν άκουσα για το Μάυρη είν’ η νύχτα να συγχέεται με δημοτικό. Τέτοιο πράγμα έχω δει να συμβαίνει με τη Μακεδονία ξακουστή, που την έχω σε πολλούς δίσκους τοπικής δημοτικής μουσικής από διάφορες περιοχές της Μακεδονίας (με κλαρίνα, με ζουρνάδες, ακόμη και με δραμινές λύρες!) και που μάλιστα θεωρείται και ιδιαίτερος χορός (!!), πράγμα που εξηγείται εύκολα όσο κι αν, κι αυτό, είναι εξίσου ξεκάθαρα εμβατήριο.

Όχι όμως με τη Μαύρη νύχτα, και γι’ αυτό απόρησα που τότε, προ 14 ετών, την ανέφερες ως ανάλογη περίπτωση με τη Βοσκοπούλα και με τα άλλα που ψευδεπιγράφως έχουν εισχωρήσει σε ρεπερτόρια με τα οποία δεν έχουν καμία σχέση.