Λοιπόν Κώστα, αλλά και Ελένη, εγώ το βλέπω από διαφορετική προσέγγιση:
Δεν το θέτω στη βάση «Πειραιώτικο – Σμυρναίικο: σημειώσατε 1». Καταρχήν, αυτό το είδος τραγουδιού που ονομάζουμε Σμυρναίικο δεν γεννήθηκε στη Σμύρνη αλλά στην Αθήνα, από «Σμυρλήδες» γονιούς πάντως. Τα εισαγωγικά επειδή κάποιοι από τους γονείς προέρχονταν από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, την Πόλη κυρίως αλλά και οι υπόλοιποι, από εκεί αντλούσαν και αυτοί τις μουσικές τους γνώσεις. Έχει δίκιο, εδώ, ο φίλος Bülent Aksoy (εθνομουσικολόγος που υπογράφει και αρκετά κείμενα της Kalan Records) όταν λέει πως δεν καταλαβαίνει γιατί εμείς οι Έλληνες ονομάσαμε Σμυρναίικα κάποια τραγούδια που μουσικολογική βάση είχαν στην (πολυεθνική) λόγια μουσική παράδοση του Παλατιού στην Κων/λη. Του διαφεύγει ότι για εμάς (σχεδόν) όλοι αυτοί, από τη Σμύρνη έτυχε να καταλήξουν (διωγμένοι, όσοι δεν σφάχτηκαν) στην Αθήνα.
Το Σμυρναίικο, λοιπόν, είδε το φώς εδώ, στην Αθήνα και ξεκίνησε μία λαμπρή σταδιοδρομία πατώντας γερά στις σμυρναίικες βάσεις του. Περίπου στο απόγειο της σταδιοδρομίας αυτής εμφανίζεται ο Μάρκος και οι «Πειραιώτες» (όσο Πειραιώτες μπορούν βέβαια να είναι ο Δελιάς, ο Στράτος, ο Γιοβάν Τσαούς). Δεν μπορούμε επομένως να πούμε με τίποτα πως το Σμυρναίικο είχε κλείσει τον κύκλο του τη στιγμή της εμφάνισης του Μάρκου. Μπορούμε όμως να διακρίνουμε «σημεία κόπωσης» του πρώτου. Η επιτυχία της «Τετράδας» στου Σαραντόπουλου, μάλιστα αμέσως μετά την αποχώρηση των «Σμυρλήδων» είναι χαρακτηριστική. Όμως, ούτε το Σμυρναίικο «πνίγηκε» ούτε το Πειραιώτικο συνέχισε «ανενόχλητο». Το ένα άρχισε, με δεδομένη την κόπωση, να προσαρμόζεται σιγά σιγά στις επιταγές της εποχής (δες Περσεφόνη του Τούντα, και τόσα άλλα ακόμα), το άλλο άρχισε σιγά σιγά να μπολιάζεται με νέο, όχι και τόσο μικρασιάτικο αίμα (Τσιτσάνης, Χιώτης, Μπαγιαντέρας ενώ ο Χατζηχρήστος, δεν μπορούμε να πούμε ότι κουβάλησε το Σμυρναίικο πνεύμα, όπως ο Τούντας είχε ήδη κάνει).
Και ξαφνικά, μας προέκυψε λογοκρισία. Το σημαντικό, που πολλοί (θέλουμε να) ξεχνάμε, είναι πως ουσιαστικά η λογοκρισία υπαγορεύτηκε «από τα κάτω» και όχι από την εξουσία «per grazia divina». Άλλο τόσο σημαντικό είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ενεργών δημιουργών δεν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα από τους περιορισμούς ούτε στο στίχο, αλλά ούτε και στη μουσική. Ελάχιστοι αντέδρασαν (Παπάζογλου). Κάποιοι απλά υπέκυψαν (Μάρκος, κατά μεταγενέστερη έστω δήλωσή του). Κάποιοι (π.χ. Μπαγιαντέρας, αλλά και Παπαϊωάννου) συνειδητοποίησαν ότι πολλά από τα τραγούδια τους ήταν ήδη καντάδες, έστω υπό την λεοντήν της μπουζουκίστικης ενορχήστρωσης. Και κάποιοι είδαν να τους στρώνεται κάτω από τα πόδια τους ένα παχύ χαλί που το ονειρεύονταν μεν, αλλά δεν τολμούσαν να το απλώσουν οι ίδιοι (λέγε με Τσίλα). Αυτών η τεράστια δυναμική δεν φάνηκε αμέσως, χρειάστηκε ένα χρόνο επώασης που τον προσέφερε (ούτε παραγγελία να την είχαν…) η Κατοχή με την αναστολή των δισκογραφικών δραστηριοτήτων, ώστε το 1946 να είναι πανέτοιμοι για την καινούργια εξόρμηση. Μάλιστα, στην εξόρμηση αυτή προσετέθησαν και νεότεροι (Μητσάκης, Τζουανάκος, Κλουβάτος και άλλοι).
Να, λοιπόν, η ένσταση για το «ανενόχλητο»: πώς να συνεχίσει ανενόχλητο το Πειραιώτικο του Μάρκου, του Δελιά, του Εϊτζιρίδη, όταν τα καινούργια μεγαθήρια Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης και τόσοι άλλοι του τραβάν το χαλί κάτω από τα πόδια; Και ο μεν Δελιάς “σκοτώθηκε” νωρίς, αλλά ο φουκαράς ο Μάρκος το ένοιωσε αυτό στο πετσί του: «Απελπίστηκα, μανούλα μου!» και…: σφουγγάρα! Δεν είναι πια «Πειραιώτικο» το λαϊκό τραγούδι της μεταπολεμικής εποχής. Η ώρα όμως είναι κοντά δυόμισυ, και αύριο στις 10 έχω οδοντογιατρό. Θα συνεχίσω λοιπόν άλλη φορά, αν και από δώ και πέρα αρχίζει ο κατήφορος….