Μίζων... Λεξικό της Ελληνικής

Κυκλοφορεί… :019:

  • [li]Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα “απομυζώ” που σημαίνει “αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς χρήματα” μετατρέπεται σε “απομιζώ” όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο. [/li]Εφαρμογή: Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του.
  • [li]Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής. [/li] Εφαρμογή: Εκλογές έρχονται, τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους… χορηγούς.
  • [li]Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών. [/li] Εφαρμογή: Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι…
  • [li]Μιζεκλίκι (το): πρόγευση - μικρή προκαταβολή μίζας.[/li] Εφαρμογή: Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης. Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.
  • [li]Μιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του.[/li]Εφαρμογή: Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή; Τον εγκατέλειψε το κόμμα του, λέει ο μιζοκακόμοιρος.
  • [li]Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα off-shore εταιρειών κ.λ.π., προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος.[/li] Εφαρμογή: Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως - ένας απλός μιζολαβητής ήταν.
  • [li]Μιζολιθική Εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις, μεγάλες αγορές του αιώνα κ.λ.π. και πέφτουν οι μεγάλες μίζες.[/li] Εφαρμογή: Γαμώ την ατυχία μου… Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;
  • [li]Μιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης.[/li] Εφαρμογή: Είδες την μιζονέτα του Άκη στο Πανόραμα; Έχει ένα WC λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.
  • [li]Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της Siemens.[/li] Εφαρμογή: Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.
  • [li]Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν.[/li]Εφαρμογή: Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα: η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.

Αποσπάσματα από το υπό έκδοση έργο “Μίζων Ελληνικό Λεξικό”, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις “Τσου-Κάτων o Τιμητής”, με την ευγενική χορηγία της Siemens.

Webmaster, Μη μας τις μίζες τάραττε…

Πάμε όλοι μαζί με το σύνθημα: “Επιστροφή στις μίζες”
Για ένα μιζικό κίνημα δίνουμε μουσική για τις μίζες.

"…Και μίζων μίζων
τα μιζαδάκια
μιζονέτες έφκιανα
μιζονετάκια
και πότε πότε και μιζεκλίκια
αφού δεν άκουα πια μπινελίκια.

Και μίζων μίζων
μιζολαβούσα
και σικ μιζάνοιχτος
απομιζούσα
και πότε πότε και μιζεκλίκια
αφού δεν άκουα πια μπινελίκια.

Και μίζων μίζων
σαν τον Τσουκάτο,
μιζοτιμής σαν τον Κυριάκο,
το μιζανπλί σου το φερα
πάρτο κι ειν’ και μιζάτο.

Και πότε πότε και μιζεκλίκια
αφού δεν άκουα πια μπινελίκια…"

Των Δ. Κοντογιάννη - Ν. Ρούσση

[i]Μίζα θέλει ο έφορος, μίζα κι ο αστυνομικός
μίζα παίρνει ο τραπεζίτης, μίζα κι δικαστικός.

Αν δεν πάρετε ρεγάλο
όλοι κάνετε το γάλλο
φιλοδώρημα, μπαξίσι
άιντε κι ο φτωχός να ζήσει.

Μίζα θέλει κι ο ρεπόρτερ την αλήθεια να μην πει
μίζα κι η εφημερίδα για ν’ αλλάξει τακτική.

Μίζα δίνει κι ο κοσμάκης
για να βρει τη γιατρειά
κι αν δε δώσει φακελάκι
πάει γι’ ανάπαυση βαθιά.

Μίζα παίρνει ο δήμαρχος και ο αντιδήμαρχος
μίζα θέλει ο νομάρχης και ο περιφερειάρχης.

Μίζα μίζα πάλι μίζα
κι ο κοσμάκης στη μαρκίζα
πού θα πάει αυτή η χώρα
που 'χει πάρει κατηφόρα.[/i]