Κατά την άποψή μου δεν υπάρχει ένας ήχος που να είναι καλός για τους πάντες και τα πάντα. Κάποιοι γενικοί παράγοντες που μπόρούν να επηρεάσουν ή να δημιουργήσουν τον καλό ήχο σε ένα όργανο έχουν ήδη αναφερθεί από άλλους. Όπως
- Ο όγκος και η καθαρότητα του παραγόμενου ήχου
- Δυναμική περιοχή για κάθε νότα
- Η χροιά των ήχων (ηχοχρώματα ή παλέτα ήχων) που μπορεί να παράγει και να αποδώσει όταν παίζεται με διαφορετικούς τρόπους (δυνατά - σιγά, στρογγυλά, πιτσικάτα, διπλοπενιές, τρίλλιες,κτλ) ή όταν οι χορδές διεγείρονται με διαφορους τρόπους (όπως με τα δάχτυλα ή με πένα).
Σημαντικός παράγοντας είναι το είδος μουσικής για το οποίο προορίζεται το όργανο. Διαφορετικός είναι καλός ήχος για κάποιον που παίζει μπασοκίθαρο, διαφορετικός γι αυτόν που παίζει blues με τα δάκτυλα, διαφορετικός αν παίζει με πένα και διαφορετικός αν παίζει Country blues ή folk, ή ακουστικές μπαλάντες και πάει λέγοντας.
Επίσης διαφορετικά ακούει το όργανο ο μουσικός που το παίζει και διαφορετικά ο ακροατής του. Είναι πιθανό, ένα όργανο όταν το παίζουμε εμείς να μη μας αρέσει, ενώ αν το παίζει κάποιος άλλος να μας αρέσει. Φυσικά ακόμα και η διάθεση της στιγμής παίζει ρόλο.
Όμως ακόμα και αν βγάλουμε τους παράγοντες “είδος μουσικής” ή “μουσικός” όπως υποθέτει ο Ν.Φρονιμόπουλος, υπάρχουν και αρκετοί άλλοι παράγοντες που μπορεί να καθορίζουν την αξιολόγησή μας ως προς τον ήχο ενός οργάνου. Αναφέρω ένα-δυό.
Ένας σημαντικός παράγοντας κατά τη γνώμη μου, είναι η δική μας προυπάρχουσα ιδέα ή αντίληψη, για τον αναμενόμενο ήχο. Επίσης η αντίληψη που έχουν και όλοι οι άλλοι γύρω μας (κυρίως βέβαια οι μουσικοί ή οι μουσικόφιλοι) που σίγουρα επηρεάζουν και δική μας αντίληψη περί καλού ήχου ενός οργάνου. Ο Νίκος Πολίτης σε προηγούμενο μήνυμα, ήθελε ένα όργανο που να μοιάζει στα όργανα που είχε ακούσει, στη μουσική που έχει αγαπήσει (ανέφερε τον Μάρκο και τον Τσιτσάνη). Όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι μια τέτοια αντίληψη, εμπεριέχει και όλες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχουμε ακούσει τα όργανα, που χωρίς ίσως να το συνειδητοποιούμε, επιδρούν καθοριστικά σε αυτή μας την αντίληψη. Για παράδειγμα, αν η ιδέα μας για τον καλό ήχο προέρχεται κυρίως από ηχογραφήσεις, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας ότι ο ήχος που έχουμε στο μυαλό μας μπορεί να προέρχεται από τα μηχανήματα ηχογράφησης ή από την ίδια την τεχνολογία της ηχογράφησης. Ως γνωστόν τα ρεμπέτικα ηχογραφήθηκαν με την “πρωτόγονη” τεχνολογία ηχογραφήσεων της εποχής τους, με κακής ποιότητας μικρόφωνα σε πρόχειρα στούντιο ηχογράφησης (π.χ. δωμάτια ξενοδοχείων)
και άρα η ηχογράφηση επέδρασε καθοριστικά πάνω στο ηχητικό αποτέλεσμα, πάνω στο οποίο το αυτί μας “εκπαιδεύτηκε” στο συγκεκριμένο μουσικό είδος. Αν ήταν δυνατόν να ηχογραφούσαμε πάλι τον Μάρκο με τα σύγχρονα μηχανήματα είναι σίγουρο ότι εκείνο το παληό μπουζούκι του θα ακουγόταν εντελώς διαφορετικά ακόμα και αν η ηχογράφηση γινόταν flat, χωρίς καθόλου επεξεργασία.
Από την άλλη, τα σύγχρονα μηχανήματα ηχογραφήσεων μπορούν να λουστράρουν, ακόμα και να αλλοιώσουν τελείως τον ήχο οποιουδήποτε ακουστικού οργάνου. Άρα λοιπόν δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ένα όργανο ζωντανό ή γυμνό από εφφέ και χωρίς ψηφιακή επεξεργασία θα ακουγόταν το ίδιο καλό με αυτό που εμείς ζαχαρώνουμε ως το τέλειο όργανο, ακούγοντας ένα δίσκο.
Ένας ακόμα μη αμελητέος παράγων είναι και το marketing των οργάνων. Οι εταιρείες μας παραμυθιάζουν ότι για να έχουμε τον καλό ήχο πρέπει να αγοράσουμε ένα ίδιο με αυτό που παίζει ο Χ ή ο Υ μεγάλος μουσικός.
Συγνώμη για το μακροσκελές αλλά τέτοια θέματα που βάζει ο Φρονιμόπουλος πως να τα πεις με δυό λόγια!!