Η λύρα της Κύπρου;

Περικλή, πρώτη μου σκέψη όταν είδα την τοιχογραφία ήταν να ρωτήσω ποιος ήτανε ο αγιογράφος, αλλά δυστυχώς χωρίς κάποια απάντηση.

Αυτή είναι η πλήρης τοιχογραφία και αναφέρει ότι είναι από τα μέσα του 14ου αιώνα.

Όσων αφορά την ηχογράφηση, κατάλαβα τι θέλεις να πεις, και ναι δεν αποτελεί η ηχογράφηση αυτή κάποιο στοιχείο. Ωστόσο στοιχείο είναι η φωτογραφία της λύρας, και θα συμφωνήσω σε αυτό που είπες, οτι δεν αποκλείεται να ταξίδεψε η λύρα στη Κύπρο και να μην ειναι Κυπριακή. Μάλιστα, για μένα αυτό ειναι το πιθανότερο, γιατί δε βλέπω κάτι το πρωτόγνωρο σε σχέση με τις δικές μας λύρες, είναι πανομοιότυπη.

Μπορεί και να είναι χαμένο το όνομα του αγιογράφου. Δεν ξέρω κατά πόσο συνηθιζόταν σε κάθε εποχή να υπογράφουν τα έργα τους. Άλλωστε, γενικότερα δεν ξέρω και πολλά για την αγιογραφία. (Σε ό,τι μας αφορά, ξέρω απλώς ότι όποτε έχω δει τσαμπούνα σε αγιογραφίες είναι πάντοτε στη Γέννηση, άρα ο βοσκός με την τσαμπούνα στη συγκεκριμένη σκηνή είναι, αν όχι στερεότυπο στοιχείο, πάντως όχι μοναδικό.)

Νομίζω ότι ο Τάσος Χαψούλας έχει εκπονήσει ειδική μελέτη για τις απεικονίσεις λαϊκών οργάνων στη βυζαντινή ζωγραφική. Αλλά νομίζω -και πάλι- ότι είναι στα γερμανικά. Και για τα δύο κρατώ επιφυλάξεις, δε θυμάμαι πού το πληροφορήθηκα και σίγουρα δεν το έχω δει με τα μάτια μου.

Έριξα μια ματιά και στην περιγραφή του βίντεο στο ΥΤ. Ο Κουροστάτης παραθέτει αρκετούς κυπριακούς στίχους για λύρες. Τουλάχιστον μία μαντινάδα είναι γνωστή και από τα 12νησα, πάρε Φραντζή τη λύρα σου κι εγώ τον ταμπουρά μου. Γιατί δεν προτείνεις Νίκο στον Κουροστάτη να γραφτεί στο φόρουμ να μπει στη συζήτηση;

2 «Μου αρέσει»

Εδώ λέει:
“Βοσκός υμνών με αυλόν. (Λεπτομέρεια από την Γέννηση). Τοιχογραφία. 14ος αι. Ι. Ναός Αγίου Νικολάου της Στέγης κοντά στην Κακοπετριά. Κύπρος”.
«Αγιογραφίες», Εδόσεις «Κ. Κουμουνδουρέας» Αθήνα 1995

2 «Μου αρέσει»

Που την Κακοπετριάν τζιαι τζιει,
Εν φορεί καμιά βρατζί

Να σημειώσω ότι ο λυράρης έπαιζε σε οικογενειακό κύκλο και οχι επαγγελματικά σε γάμους κλπ. και ότι οι πηγές αναφέρονται στο όργανο σαν εισαγόμενο και όχι ‘κυπριακή λύρα’. Οπότε θα μπορούσε να είναι φυσαρμόνικα, ή μαντολίνο, ή αρμόνιο γιαμάχα.

Για την ηχογράφηση τι να πώ, θα φτιάξω κι εγώ ένα πιθκιαύλι από κόκκαλο νάνου ιπποπόταμου και θα ανεβάσω βίτεο με νεολιθική μουσική από τη Χοιροκοιτία.

Α ωραία, να κι ο Κύπριος.

Προφανώς κι εγώ προς τα κει κλίνω, αλλά πάντως ποιες πηγές εννοείς emc?

Ο χλευασμός δεν έχει καμία θέση σε αυτή τη συζήτηση.

Η ηχογράφηση ήταν το κίνητρο για την επικοινωνία με τον συγκεκριμένο κύριο και τη συζήτηση μαζί του.

Οι “πηγές” επίσης το αναφέρουν ως ποντιακό. Από μόνο του αυτό καθιστά τη πηγή ως αναξιόπιστη. Το δεδομένο είναι ότι υπάρχει ένα μουσικό όργανο, μα και προφορική παράδοση μέσω τραγουδιών και στίχων.

Άρα, η λύρα προφανώς δεν είναι “εισαγόμενη” αλλά εγχώρια, και το εικονιζόμενο όργανο είναι μια υποψήφια αυθεντική κυπριακή λύρα έως αποδείξεως του αντιθέτου.

1 «Μου αρέσει»

Δε συμφωνώ με το «προφανώς». Υπάρχει ένα όργανο, που είναι προς εξέταση αν είναι ντόπιο ή εισαγόμενο, και στίχοι για τους οποίους έχουμε και πάλι ακριβώς το ίδιο ερώτημα.

Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι γενικά έφτιαχναν κι έπαιζαν λύρες κάποτε στην Κύπρο αλλά ο συγκεκριμένος έπαιζε με μια ξένη, πάλι έχουμε πολύ δρόμο για να το αποδείξουμε.

Επίσης, επειδή ποτέ δεν είναι εύκολο να αποδειχτεί ότι κάτι ΔΕΝ συνέβη ή δεν υπήρχε, η πρώτη άποψη που θα προτείνει ότι υπήρχε βαρύνεται με την ευθύνη της απόδειξης. Δηλαδή, αν κι εγώ έρθω και πω το ίδιο για κάποιο άλλο όργανο, π.χ. «στην Κύπρο έπαιζαν και γκάιντα», δεν μπορώ να ισχυριστώ «έτσι είναι εκτός αν μου αποδείξετε το αντίθετο». Ο δικός μου ισχυρισμός κατατάσσεται στους μη ισχύοντες, μέχρις αποδείξεως του εναντίου.

Καλημέρα, συνεπώς Περικλή πιστεύεις ότι οι στίχοι μπορεί να είναι εισαγόμενοι;

Εάν ο στίχος προερχόταν από τη Νίσυρο π.χ, “πιάσε Φρατζή τη λύρα σου”, και έφτανε στη Κύπρο όπου δεν υπήρχε η λύρα, οι Κύπριοι δε θα άλλαζαν τη λέξη όπως πολύ συχνά συμβαίνει;

Ας υποθέσουμε ότι στη Κύπρο δεν υπήρχε ποτέ λύρα, όλοι οι στίχοι που αναφέρουν τη λέξη λύρα θα ήταν άγνωστοι στους Κύπριους. Με αυτό το σκεπτικό, ο τραγουδιστής προκειμένου να κάνει κατανοητό το τραγούδι θα άλλαζε τη λέξη ‘λύρα’, με κάποιο άλλο μουσικό οργανο της Κύπρου.

Αν πάλι υποθέσουμε ότι ο τραγουδιστής έλεγε τη λέξη ‘λύρα’ αυτό σήμαινε ότι οι ακροατές γνώριζαν την ύπαρξη λύρας άρα και πολύ πιθανόν να υπήρχαν στη παράδοση του νησιού.

Επίσης, μου φαίνεται δύσκολο το γεγονός να μην υπήρχε λύρα στη Κύπρο. Σε όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια υπήρχαν λύρες, αφού το όργανο είναι ο πρόγονος του βιολιού, έτσι από τον 9ο-10ο αιώνα μέχρι τον 15ο περίπου όπου εμφανίζεται το βιολί στην Ελλάδα, κυριαρχούσαν οι λύρες, οι οποίες σε κάποια σημεία επιβίωσαν μέχρι τον 20ο αιώνα ενώ σε άλλα έσβησαν πολύ πιο πριν.

1 «Μου αρέσει»

Όχι υποχρεωτικά. Ο ίδιος στίχος αναφέρει και τον ταμπουρά, που είναι άγνωστος στη Νίσυρο (ίσως παλιότερα να ήταν γνωστός, δεν ξέρω). Επίσης ο ταμπουράς αναφέρεται σε στίχους από διάφορες περιοχές, όπου τουλάχιστον στις τελευταίες γενιές δεν παίζεται και μάλλον είναι άγνωστος. Και στίχους με πιο περίεργα ονόματα οργάνων έχουμε, το λιογκάρι, το τζιβούρι κλπ. Όλα αυτά οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να τα λένε κι ας μην τους ήταν γνωστά. (Και στην Κάρπαθο: Εις της Μπαρμπαριάς τον κάμπο / και στης θάλασσας τον άμμο / περπατεί ένα περιστέρι / με τον ταμπουρά στο χέρι.)

Κατά παρόμοιο τρόπο, στα ακριτικά τραγούδια αναφέρονται διάφορα στοιχεία οπλισμού που έχουν πάψει από αιώνες να υπάρχουν, αλλά στα τραγούδια ακόμη τους λένε. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι άκρες μέσες πάντοτε ήξεραν τι είναι λ.χ. το δοξάρι κι η σαΐττα, κι ας είχαν αιώνες να τα δουν με τα μάτια τους. Ή, κι αν δεν ήξεραν πια (δεν μπορώ να ξέρω τι ήξερε ο καθένας), πάντως τα κράτησαν στους στίχους.

Αντίστοιχα, νομίζω ότι λίγγο-πολύ όλοι οι απανταχού και από πάντα Έλληνες ήξεραν ότι χονδρικά η λύρα κι ο ταμπουράς είναι όργανα, έστω και χωρίς λεπτομέρειες.

Αυτό το συμμερίζομαι. Πράγματι, θα περίμενα να υπάρχει λύρα και στην Κύπρο, γιατί αν αποδεικνυόταν κάτι τέτοιο θα έβρισκα ότι ταιριάζει και η Κύπρος με το γενικό πάτερν της ευρύτερης περιοχής. Προς το παρόν όμως δεν το έχουμε αποδείξει, ούτε βρίσκω να έχουμε περισσότερους λόγους να το υποθέτουμε απ’ όσους είχαμε πριν προκύψουν τα στοιχεία της παρούσας συζήτησης.


Υπάρχει μια ακόμη λεπτομέρεια που θεωρώ ότι μπορεί να φωτίσει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε αυτό το ερώτημα:

Με τη λογική του τι γίνεται στην ευρύτερη περιοχή, θα αναμέναμε να υπάρχει και ζουρνάς στην Κύπρο. Επιπλέον, υπάρχει και ειδική κυπριακή εκδοχή της ονομασίας: ζορνές (το παραδίδει ο Ανωγειανάκης αλλά το έχω ακούσει και από Κυπρίους αυτοπροσώπως). Άρα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα έπρεπε να υπάρχει και το όργανο.

Η πραγματικότητα ποια είναι: πράγματι μεν υπάρχει ζουρνάς στην Κύπρο, αλλά είναι όργανο αποκλειστικά των Τουρκοκυπρίων και της Μαρωνίτικης μειονότητας. (Όπως αλλού είναι αποκλειστικά των Τσιγγάνων!).

1 «Μου αρέσει»

Υπάρχουν μαρτυρίες και στοιχεία για βιολάρηδες του 19ου αιώνα με ονόματα, δες π.χ. εδώ για το Παναούδιν . Το θέμα είναι αν μπορείς να βρεις στοιχεία για προηγούμενο όργανο που να επιτελούσε την ίδια λειτουργία και να το εκτόπισε το βιολί. Ο τύπος που έπαιζε σπίτι του για την οικογένεια του δεν επιτελεί την ίδια λειτουργία, συγνώμη.

1 «Μου αρέσει»

Όπου υπήρχε λύρα και αντικατατάθηκε από το βιολί, συχνά έχει μεσολαβήσει ένα στάδιο κατά το οποίο η λύρα αντιμετωπίζεται ως ατελές βιολί, οπότε: (α) πολλοί βιολατόροι ξεκινούν με λύρα σαν μαθητευόμενοι, για να περάσουν μετά στο βιολί και στη μουσική «ενηλικίωση», και (β) απομένουν και μερικοί λυράρηδες, αλλά είναι κυρίως αυτοί που δεν «ενηλικιώθηκαν» ποτέ μουσικά, οπότε παίζουν μόνο για χόμπι, με μικρές οικείες παρέες και χωρίς κανείς να τους θεωρεί (ούτε οι ίδιοι τον εαυτό τους) ως καθαυτού οργανοπαίχτες. Έχω διαβάσει για τέτοιες περιπτώσεις σε αρκετά διαφορετικά μέρη. Για την Κύπρο δεν έχω πετύχει τέτοια πληροφορία.

έχοντας περάσει και απο τα 2 όργανα , μου φαίνεται περίεργο η λύρα να αντιμετωπίζεται ως το βιολί του αρχάριου . Είναι (για μένα τουλάχιστον) πολύ δυσκολότερη απο το βιολί, το οποίο μπορεί να είναι δύσκολο αλλά έχει πλέον εξελιχθεί σε βαθμό που επιτρέπει στον μουσικό να ασχολείται με τη μουσική και όχι με τις ατέλειες του ίδιου του οργάνου.
Η λύρα είναι ένας συνεχής μπελάς:Καβαλάρης,κλειδιά, χορδες, λύκοι είναι καθημερινή ρουτίνα.

Πάντως εδώ και χρόνια, ο Λεωνίδας Σπανός κατασκευάζει ένα μοντέλο λύρας που το αποκαλεί “Κυπριακό”. Γνωρίζει κανείς αν αυτό είναι απλά δικής του έμπνευσης ή αντίγραφο παλαιότερης λύρας;

(συντονιστές συγνώμη, κάτι πάτησα κατα λάθος για αναφορά δημοσίευσης)

3 «Μου αρέσει»

Κι όμως φίλε alk εδώ στη Ρόδο όλοι οι παλιοί βιολιστές πρώτα έπαιζαν λύρα και μετά έπιασαν το βιολί.

Αυτό το έκαναν για να μάθουν να “φτιάχνουν” το όργανο, όταν δεν ακούγεται καλά, χορδές είχαν εντερινες ακόμα και από πετονιά, για να μάθουν να κουρδιζουν. Αυτή τη μαρτυρία μου την είπε και ο Ηλίας Αναστασιάδης, λυράρης από την Όλυμπο Καρπάθου (για την πετονιά) όμως το άκουσα και από άλλους στη Ρόδο.

Ένα παράδειγμα, ο βιολιστής Κώστας Ισκας από το χωριό Κοσκινού Ρόδου, πρώτα έμαθε στη λύρα και μετά την έκλεισε σε ενα σεντούκι με παλιά πράγματα, ύστερα την έδωσε στον Ηλία Αναστασιάδη, ο οποίος την ταίριαξε καλά και παίζει με αυτή σε διάφορες εκδηλώσεις.

Η αλλαγή συνήθως γινόταν γιατί το βιολί έχει πιο “σίγουρα” πατήματα από τη λύρα, μα και οι λύρες ήταν τα παλιά όργανα και τότε ήταν μια εποχή που ο κόσμος εκλεινε τη παράδοση σε σεντούκια και καδους σκουπιδιών, ή τα εβγαζε τις απόκριες όπως συζητησαμε σε άλλο θέμα…

2 «Μου αρέσει»

Ίσως είχαν μικρότερες αξιώσεις από τη λύρα (και από τον λυράρη) σε σχέση με το βιολί. Εσύ Αλέξανδρε μιλάς από την εμπειρία της πολίτικης, που συμβαίνει να είναι επίσης όργανο αξιώσεων. Δε συνέβαινε το ίδιο με τις απλές ιδιοκατασκευασμένες λαϊκές λύρες.

Έχω ακούσει μερικές ηχογραφήσεις λύρας από νησιά που τελικά εξαφανίστηκε ή είναι ακόμη στα όρια της εξαφάνισης (Λήμνο, Ικαρία, Σαντορίνη κλπ.), και δεν υπήρχε καμία μέριμνα για λεπταίσθητες αποχρώσεις: ο σκοπός να αναγνωρίζεται, ο ρυθμός να είναι σταθερός, και τέλος. Βέβαια θα μου πεις, οι τελευταίοι επιζώντες μιας παράδοσης που ήδη είχε υποκατασταθεί ίσως να ήταν και φτωχοί παίχτες οι ίδιοι, μπορεί στην εποχή της ακμής της να παιζόταν σε ανώτερο επίπεδο, αλλά ακόμη και σε παλιά καρπάθικα (που στην Κάρπαθο και σήμερα η λύρα είναι το κυρίαρχο όργανο) πάλι αυτό το εντελώς βασικό παίξιμο έχω ακούσει.

Σήμερα στην Κάσο, την Κάρπαθο, την Κρήτη υπάρχει πολύ περισσότερη δεξιοτεχνία στη λύρα, άρα και πολύ μεγαλύτερο πεδίο να ξεχωρίσει το καλό, πλούσιο παίξιμο από το απλά σωστό (ή ενίοτε ούτε καν αυτό). Ακόμη κι έτσι όμως, τουλάχιστον στην Κάρπαθο που έχω ιδία πείρα, κι ο πιο αγγελικός λυράρης, με τις κρυφές μικρολεπτομέρειες, τις αποχρώσεις, την έκφραση, δε θα αξιολογηθεί τόσο γι’ αυτά του τα προσόντα όσο για άλλα: συνοπτικά, η τέχνη του είναι να διαχειρίζεται σωστά το γλέντι. Σχεδόν μια κοινωνική δεξιότητα μάλλον παρά καλλιτεχνική. (Βλ. και εδώ, υποσ. 235 και το σημείο από το οποίο «κρέμεται» η υποσημείωση.)

Το καθαρά αισθητικό πεδίο της μουσικής, της μουσικής ως ακροάματος (πέρα από τη μουσική ως διαδικασία)-, νομίζω ότι το διηύρυναν τα «νέα» όργανα, στην περίπτωσή μας το βιολί, που άλλωστε κατασκευάζεται από ειδικευμένους τεχνίτες με ρητούς κανόνες που έχουν διαμορφωθεί από μια μακραίωνη οργανωμένη παράδοση, κι όχι, όπως η παλιά λύρα και άλλα παρόμοια όργανα, εμπειρικά μ’ ένα σκεπάρνι από όποιον θέλει να καλύψει την ανάγκη να έχει ένα όργανο για να παίζει. Όπου διατηρήθηκαν οι λύρες και τα άλλα απλούστερα όργανα, μπήκαν κι αυτά στο τρένο των νέων διευρυμένων αισθητικών αναζητήσεων, αυτό όμως είναι πρόσφατο. Αυτή τουλάχιστον την εντύπωση έχω.

5 «Μου αρέσει»

Τα μουσικά γονιδια του ΛΣ είναι από Ross Daly μάλλον. Μια πρόσφατη συνέντευξη του μιλά από μόνη της.

Οι Κρητικοί ασχολούνται περισσότερο με την παραδοσιακή μουσική απ ’ ό,τι εμείς στην Κύπρο. Πώς το εξηγείτε; Η διαφορά μας είναι ότι είμαστε μακριά από τον μητροπολιτικό κορμό, με αποτέλεσμα να μην μετέχουμε στο κοινό γίγνεσθαι της μουσικής. Αν και είμαστε Έλληνες, στη μουσική είμαστε ξεκομμένοι, ενώ στη λογοτεχνία και σε άλλες τέχνες είχαμε πιο άμεσες επιρροές. Περισσότερες επιδράσεις είχαμε από τη Μικρά Ασία και τους Τούρκους που ήρθαν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Δεν μετείχαμε ποτέ της νησιώτικης μουσικής, της στεριανής ή της Ηπείρου, πριν έρθει το ραδιόφωνο στην Κύπρο. Τα τελευταία χρόνια, με τις υποτροφίες που παίρνουν τα παιδιά στις μουσικές σχολές της Ελλάδας, όταν γυρίζουν στην Κύπρο, ασχολούνται με παραδοσιακή μουσική με τον ελληνικό τρόπο.

4 «Μου αρέσει»

Είναι λόγικό τώρα αυτό; Σάματις οι Κρητικοί παίζουν όλη μέρα ηπειρώτικα και νησιώτικα; Παίζουν κρητικά, και σε ποσότητες που δε νομίζω να βρίσκονται αλλού στην Ελλάδα (πολλοί μουσικοί, ατελείωτη νέα παραγωγή με πολλά επιμέρους ρεύματα, άπειρα μουσικά ηβέντ κλπ.), κι αυτό όχι βέβαια επειδή δεν είναι ξεκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά απεναντίας επειδή η Κρήτη είναι ένα μεγάλο, αύταρκες νησί, μακριά από τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα, βασικά την Αθήνα (δηλαδή όπως ακριβώς και η Κύπρος!), και, κατά συνέπεια, αρκετά εσωστρεφές.

Όσο για τις επιδράσεις, είναι τελείως άλλο θέμα. Και στην Κρήτη και οπουδήποτε στην Ελλάδα η τοπική μουσική έχει δεχτεί ποικίλες επιδράσεις, αλλά τι σχέση έχει αυτό με το αν ασχολούνται σήμερα λίγο ή πολύ;

Ρε φίλε Νίκο, μας λες να ακούσουμε τους πειραματισμούς του League και δε μας λες να ακούσουμε τις ηχογραφήσεις του James Notopoulos από το 1953; Αμαρτία που το θεό ρε κουμπάρε

Αξίζει να αναφερθεί ότι και του Νοτόπουλου τις ηχογραφήσεις στον Παναγιώτη Λυγκ τις οφείλουμε.

Ίσως έχω ξαναπεί την ιστορία;

Μετά τον θάνατο του Νοτόπουλου to 1967, η χήρα του δώρισε στο παν/μιο του Χάρβαρντ μια τεράστια συλλογή από μπομπίνες με καταγραφές κυρίως παραδοσιακής μουσικής (αλλά και αφηγήσεων -ίσως ως δειγμάτων διαλεκτικής ομιλίας;-, εκκλησιαστικής μουσικής, κλπ.) που είχε κάνει ο μακαρίτης σε ένα σωρό περιοχές της Ελλάδας και στην Κύπρο. Σήμερα κάποιο πολύ μικρό ποσοστό αυτών των καταγραφών υπάρχει εκδεδομένο σε δίσκους, αλλά δεν ξέρω αν αυτές οι κυκλοφορίες έγιναν ζώντος του Νοτόπουλου ή μετά.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι ίδιες οι μπομπίνες στοιβάχτηκαν σε κάποια αποθήκη του Χάρβαρντ, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα υλικά πάσης φύσεως, κάθε πιθανής υλικής μορφής, σχετιζόμενα με κάθε είδους δραστηριότητα του ανθρώπινου πνεύματος και με κάθε χώρα, λαό και εποχή. Δηλαδή ως άλλος ένας κόκκος μέσα στην άμμο της θαλάσσης.

Σαράντα+ χρόνια αργότερα, δηλαδή πριν 3 χρόνια νομίζω, ο Παναγιώτης, επίκουρος ήδη (ή κάτι τέτοιο) της Εθνομουσικολογίας στο Χάρβαρντ, παρατήρησε την ύπαρξη των μπομπινών και ρώτησε:
-Τι είναι αυτά;
Του είπαν.
-Και γιατί δεν τα κάνουμε κάτι;
-Δεν έχουν πάρει ακόμα τη σειρά τους, δε βλέπεις τι γίνεται εδωπέρα;
-Και πότε θα είναι η σειρά τους;
-Όποτε ενδιαφερθεί κάποιος.
-Ενδιαφέρομαι εγώ.
-Be my guest λοιπόν.

Οπότε ο Παναγιώτης, σε πρώτη φάση, άκουσε τις εκατοντάδες ώρες ήχου, τις ψηφιοποίησε, τις αντιπαρέβαλε με διάφορες σημειώσεις του Νοτόπουλου ώστε να βγουν τα στοιχεία κάθε ηχογράφησης (τίτλος, συμμετέχοντες, τόπος-χρόνος ηχογράφησης κλπ.). Άρχισε να διαμορφώνεται η ιδέα όχι τόσο μιας έκδοσης όσο ενός σάιτ όπου θα ανέβαιναν για να είναι προσβάσιμα στον καθένα.

Εντωμεταξύ κάποιο καλοκαίρι ο Παναγιώτης ήρθε διακοπές στην Κρήτη. Εκεί ανέλαβε και πραγματοποίησε το θεάρεστο έργο να εντοπίσει τους απογόνους όσων συμμετείχαν στις κρητικές ηχογραφήσεις (οι οποίες είναι από μόνες τους μια τεράστια συλλογή), ή και τους ίδιους τους συμμετέχοντες αν ζούσαν, ή στη χειρότερη κάποιον από τον πολιτιστικό του κάθε χωριού, και να τους δώσει τις ηχογραφήσεις, με τον ρητό όρο εκ μέρους του παν/μίου ότι μπορούν να τις κάνουν ό,τι θέλουν, να τις δημοσιεύσουν, να τις αναρτήσουν, να τις μοιράσουν (αρκεί βέβαια να μην τις εμπορευτούν). Επίσης τα μοίρασε και σε όποιον άλλο ενδιαφερόταν, όχι μόνο τα κρητικά, ακόμη και ολόκληρη τη συλλογή, και κάπως έτσι έφτασαν και στα χέρια του ανεβάστορα του παραπάνω βιντέου.

Μετά δεν ξέρω τι άλλο έγινε, γιατί στο μεταξύ ο Παναγιώτης μετοίκησε στην άλλη άκρη των ΗΠΑ και πλέον είναι σε άλλο παν/μιο. Ακούω ότι το πρότζεκτ για αξιοποίηση των ηχογραφήσεων δεν έχει εγκαταλειφθεί, ο Παναγιώτης συνεχίζει να διατηρεί εμπλοκή, αλλά περισσότερα δεν ξέρω.


Οι ηχογραφήσεις της Κύπρου:

Κατ’ αρχήν, ε΄ναι σημαντικό ότι πραγματοποιήθηκαν πριν την εισβολή. Είναι λοιπόν από όλο το νησί, άρα και από μέρη που σήμερα είναι κατεχόμενα. Κι αυτές είναι πολύ μεγάλος όγκος.

Περιλαμβάνουν χονδρικά τα εξής:

-Ηχογραφήσεις με βιολί και λαούτο, οργανικά, στο γνωστό κυπριακό στυλ (σαν αυτήν στο βίντεο) όπου κάθε τόπος φαίνεται να έχει ένα αυστηρά συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Γενικά ηχογραφήσεις πολύ υψηλού επιπέδου.
-Τραγούδια με βιολί και λαούτο, κυρίως του γάμου. Επίσης υψηλού επιπέδου. Μερικές είναι άκρως εντυπωσιακές, καθώς φαίνεται ότι στα έθιμα για τα διάοφρα στάδια του γάμου περιλαμβανόταν το τραγούδισμα ολόκληρων τεράστιων παραλογών, που δεν τις έχω ξανακούσει ποτέ σε πλήρη διάρκεια (20, 30 λεπτά…) και πλήρη εκτέλεση (τραγούδι, αντιφωνίες, όργανα) και, επιπλέον, καλοπαιγμένες!
-Ρίμες ποιητάρικες. Σκέτο τραγούδι, από τους ίδιους τους ποιητές. Όλες σ’ έναν στάνταρ σκοπό. Ως επί το πλείστον σχοινοτενέστατες και μάλλον βαρετές, χωρίς ποιητική αξία, αν και βέβαια μεγάλου ενδιαφέροντος για τη μελέτη του ίδιου του φαινομένου. Ανάμεσά τους και κάποια παλιά δημοτικά τραγούδια, που κι αυτά είναι λίγο κουραστικά (οι κυπριακές, ειδικά, εκδοχές των μεγάλων τραγουδιών είναι ακόμη μεγαλύτερες) αλλά, αντίθετα προς τις περισσότερες ρίμες, είναι αξιολογότατα και κυρίως σπανιότατα τεκμήρια, απλώς δύσκολα προσεγγίσιμα.
-Σκοποί τραγουδιστοί, κυρίως χωρίς όργανα και σπανιότερα με όργανα: τσιαττιστά, παινέματα του γάμου, κάποια ερωτικά κλπ. Τα τσιαττιστά είναι μακράν τα πιο εντυπωσιακά, γιατί ενώ ο Νοτόπουλος έβρισκε δύο για τους οποίους είχε πληροφορίες ότι είναι καλοί μονομάχοι και τους έβαζε να αναμετρηθούν μπροστά στο μαγνητόφωνο (δηλαδή συνθήκες από τις οποίες δεν περιμένεις και πολλά), οι τύποι έχουν μια ετοιμότητα αυτοσχεδιασμού πραγματικά απίστευτη. Σε ρυθμό ελάχιστα βραδύτερο από της απλής ομιλίας, λένε ό,τι θέλουν να πουν ταιριάζοντάς το σε στιχάκι. Είναι εξωπραγματικό, είναι μετά βεβαιότητος πραγματικός αυτοσχεδιασμός και όχι στημένο (το καταλαβαίνεις ακούγοντας), και μ’ έκανε να καταλάβω πραγματικά τι είναι τα τσιαττιστά. Είδα δηλαδή -αφότου τα άκουσα- τι έγραφα σε παλιότερες συζητήσεις εδώ στο φόρουμ, τότε με την Ουνέσκο, και κατάλαβα πόσο πολύ δεν είχα καταλάβει τότε…
-Κάποια με πιθκιαύλι, έτσι κι έτσι.
-Κάποιες ρίμες όχι τραγουδισμένες αλλά απαγγελμένες από τους ποιητάρηδες που τις έφτιαξαν, κάποιες αφηγήσεις παραμυθιών, και μερικά ακόμη στο περιθώριο του κυρίως αντικειμένου.

Ασφαλώς ούτε ίχνος λύρας, ταμπουρά ή τσαμπούνας. Ούτε τταμπουτσά έχει (δε θα 'τυχε; ποιος ξέρει…), και ούτε και ζουρνά-νταούλι (που είναι των Τουρκοκυπρίων μόνο και των Μαρωνιτών).

Άκρως αποκαλυπτική καταγραφή. Εννόησα ένα πράγμα που άλλες εκδόσεις, π.χ. του Ανωγειανάκη, είχαν αποτύχει να μου το φανερώσουν:

Ότι η οργανική μουσική και το τραγούδι ήταν στην Κύπρο ξεχωριστά πράγματα. Υπάρχουν βέβαια κάποια σημεία όπου οι δύο χώροι τέμνονται, αλλά βασικά όταν κάποιος τραγουδάει δεν πρόκειται για μουσικό γεγονός αλλά για γεγονός λόγου. Σημασία έχει τι θα πει, όχι πώς θα το τραγουδήσει. Έχει ικανότατους αυτοσχεδιαστές διστίχων, ποιητάρηδες για ρίμες, και μνήμονες παλιών τραγουδιών, που δεν έχουν κανένα φωνητικό προσόν, δεν ενδιαφέρονται στο ελάχιστο να κρατάνε ρυθμό και κλίμακα, μερικές φορές ξεκινάνε πριν από τα όργανα (τις λίγες φορές που έχει και όργανα) και ούτε που τους περνάει από το μυαλό να βγουν στον ίδιο τόνο, γενικά δεν υφίστανται μουσικά κριτήρια. Κι οι ίδιες οι συνθέσεις είναι αφενός υποτυπώδεις (ο φυσικός ρυθμός της ομιλίας + δυο-τρεις νότες ίσα για να μην είναι απαγγελία), αφετέρου ελάχιστες, μία για κάθε δουλειά (μία για ρίμες, μία για τσιαττιστά κλπ.), χωρίς μέριμνα για μουσική ποικιλία. Από την άλλη, όταν παίζουν τα όργανα είναι για χορό, κι εκεί ο ρυθμός δε φεύγει τρίχα. Ούτε καλαμπορτζιές στη δοξαριά ούτε τίποτα, όλα αλφάδι. Οπότε αυτό που καταλαβαίνω εγώ είναι ότι το τραγούδι δε θεωρείται μουσική, θεωρείται λόγος. Και ότι είχαν ενσωματώσει τον έμμετρο και εμμελή λόγο μέσα στις υπόλοιπες πτυχές του λόγου τους.

Συγκλονιστικά πράγματα…

3 «Μου αρέσει»

Πέπε καταρχάς ευχαριστώ, είσαι ένας χείμαρρος πληροφοριών που για μένα έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Με λίγο ψάξιμο βλέπω αυτό το δίσκο από το 1959 που ο Νοτόπουλος θα ήταν ακόμα ζωντανός.
https://folkways-media.si.edu/liner_notes/folkways/FW04468.pdf
'Οπως βλέπεις ήταν ομηριστής, και προσπαθούσε να καταλάβει πως σχηματίζεται ένα έπος μέσα από την προφορική παράδοση, μελετώντας το τι γινόταν στην Κύπρο, την Κρήτη κλπ την εποχή του, νομίζω τον αναφέρει ο Γιαγκουλλής στη μελέτη του για τους ποιητάρηδες. Αυτό ίσως να εξηγεί το ότι επικεντρώνεται σε αφηγηματικά τραγούδια οπότε όπως λες κι εσύ σχεδόν δεν υπάρχει μελωδία, είναι μια μορφή απαγγελίας.

Για το συμπέρασμα σου θα παρατηρήσω ότι οι δυο χώροι δεν είναι κατ’ανάγκη η οργανική μουσική και το τραγούδι, αλλά η επαγγελματική μουσική και η ερασιτεχνική μουσική. Το πιθκιαύλι ας πούμε είναι ερασιτεχνικό όργανο, οπότε και οι παίχτες του δεν φτάνουν το επίπεδο των βιολάρηδων, δε θα πληρώσω ένα βοσκό να παίξει πιθκιαύλι στο γάμο της κόρης μου! Το τραγούδι μερικές φορές εντάσσεται στο πλαίσιο της επαγγελματικής μουσικής, π.χ. στους καρτζιλαμάδες παρεμβάλλεται ο χορός της τραουθκιάς δηλαδή αυτοσχεδιαζόμενα τσιαττιστά από τους χορευτές ή και τους οργανοπαίχτες, αλλά και άλλες χορευτικές μελωδίες έχουν στίχους, π.χ. η σούστα: Να πα να πεις της μάνας σου να κάμει τζι άλλην κόρη κλπ. Αλλά πολλά από τα τραγούδια σαν ρεπερτόριο ανήκουν στην ερασιτεχνική μουσική και παραδοσιακά η εκτέλεση ήταν α καπέλλα. Οπότε ο Σίκκης, ο Τερλικκάς, ο Αλκίνοος και λοιποί που τα τραγουδούν όλα με βιολί και λαούτο παντρεύουν τα δυο είδη για το σημερινο ακροατήριο.

Κι εγώ από την ανάποδη σε κάποια φάση συνειδητοποίησα για τους στεριανούς χορούς ότι ‘αυτοί χορεύουν τραγούδια, όχι οργανικές μελωδίες!’, και το κλαρίνο παίζει μεν εισαγωγές σόλο, αλλά ο χορός και το τραγούδι είναι πολύ πιο στενά δεμένα από ότι στην Κύπρο.

Το 1953 είναι μέν πριν την εισβολή (και το πιο μικρής εμβέλειας εθνικό ξεκαθάρισμα του 58 και του 64) αλλά δεν είναι προ-νεωτερική ουτοπία. Έχουμε ήδη σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμών από τα χωριά και τον αγροτικό τρόπο ζωής προς τις πόλεις αλλά και τα μεταλλεία, και την εργατιά από την αρχή του 20ου αιώνα, μετανάστευση παλιότερα προς την Αίγυπτο και μετά προς την Αγγλία, συμμετοχή στους παγκόσμιους πολέμους σαν μουλάρηδες στο μακεδονικό μέτωπο στον πρώτο, και με τον κυπριακό σύνταγμα στο δεύτερο κλπ.

Αυτά και συγνώμη για το σεντόνι :grinning:

!!!
Λοιπόν, αυτό δεν το ήξερα. Απίστευτη πληροφορία! Πραγματικά φωτίζει τα πράγματα. Παρόλο που και σε καθαρά μουσικό επίπεδο η συλλογή στο σύνολό της είναι πολύ πλούσια, που σημαίνει ότι καμία μορφή μουσικής δραστηριότητας δεν τη θεωρούσε εκτός των ενδιαφερόντων του, είναι γεγονός ότι:
-από την Κύπρο έχει όλα αυτά που είπαμε με τους ποιητάρηδες
-από την Κρήτη έχει επίσης πάρα πολλές καταγραφές από ρίμες, κυρίως σχετικές με τον Β’ Πόλεμο (αλλά και μία, λ.χ., για την αρπαγή της Τασούλας!)
-έχει επίσης πολλά ριζίτικα, που είναι παλιά αφηγηματικά τραγούδια και, κάποτε κατ’ εξαίρεσιν, και καινούργια (πάλι για τον Πόλεμο), καθώς και κάμποσο Ερωτόκριτο και Δασκαλογιάννη
-από παντού όπου υπάρχει παράδοση στο δίστιχο, δηλαδή (από τα μέρη που καλύπτει η έρευνα) κυρίως Κρήτη, Κύπρο, Νάξο και Ποντίους, έχει πολλά
-από κεντρική Ελλάδα έχει άπειρα κλέφτικα τραγούδια. Τα κλέφτικα είναι μεν μουσικώς πολύ πιο ολοκληρωμένοι σκοποί, αλλά είναι πολύ λίγοι. Τον πιο βασικό σκοπό μπορεί να τον έχει ηχογραφημένο και είκοσι φορές χωρίς υπερβολή (αν δε βάζω και λίγες), κάθε φορά με άλλο κείμενο. Και ενίοτε πάλι δεν είναι παλιά κλέφτικα αλλά νεότερα του Πολέμου με την ίδια τεχνοτροπία.

Επίσης, αυτός ο προσανατολισμός του Νοτόπουλου εξηγεί γιατί συμπεριλήφθηκαν απαγγελίες και παραμύθια.

Ευχαριστώ em cγια το φυλλάδιο. Θα κάτσω τώρα να το ρουφήξω.