Η "βραχνάδα" του Μάρκου

Δεν θα μπορούσα να εκφέρω γνώμη για το κατά πόσον αυτή η φωνή είναι σίγουρα η ίδια στις γυφτοπούλες ή στα άλλα τραγούδια. Εκείνο που ξέρω, που όλοι βέβαια ξέρουμε είναι, επαναλαμβάνω, το ύφος του τραγουδιού του Μάρκου. Ε, αυτό το ύφος δεν το βλέπω με τίποτα στις γυφτοπούλες.

Πολύ πετυχημένα παραδείγματα. Συμφωνώ 100%

ο μαρκος τραγουδαει σε αυτα τα τραγουδια, με την φυσικη φωνη του, οπως ειπε και ο στελιος. να μην εχετε καμια αμφιβολια. ειναι απλα αρρωστος πια πολυ και δεν μπορει να κανει την βραχναδα. αφου ακουγεται και στις συνεντευξεις αλλωστε. ακουστε τον πειραιωτικο μανε που λεει… στην αρχη κανει λαθος και μπαινει με την κανονικη του φωνη, και μετα κανει την βραχναδα.

3 «Μου αρέσει»

Παραθέτω απόσπασμα απο το " Ο Άγιος μάγκας" (βιογραφία του Μάρκου απο ιστορίες του Στέλιου) που κάνει αναφορά στην φωνή του Μάρκου.
Capture+_2021-02-27-16-23-20

1 «Μου αρέσει»

Ενδιαφέρον αυτό το παράθεμα.

Νομίζω ότι πλέον μιλάμε για τεχνικές φωνητικής: (α) είχε ή όχι; (β) αν ναι, ποια ακριβώς;

Νομίζω ότι αυτό που λέει το κείμενο, «ήταν προπονημένος, δεν είχαν τότε μικρόφωνα» ισχύει με παραλλαγές για όλους τους παλιούς τραγουδιστές σε κάθε είδος του ευρύτερου λαϊκού. Η βασική τους προσπάθεια ήταν να ακούγονται. Αυτό επιτυγχάνεται όχι τόσο με αυτή καθ’ αυτή την ένταση, όσο με τη διαχείριση του ηχοχρώματος (της σχέσης των αρμονικών). Ακούγεται καλύτερα η πιο διαπεραστική φωνή. Και η πιο δυνατή βέβαια, αλλά η σκέτη ένταση κουράζει τον τραγουδιστή.

Από τότε που το επαγγελματικό τραγούδι είναι αυτό που είναι σήμερα, δηλαδή άρρηκτα δεμένο με την ενίσχυση, η προσπάθεια των τραγουδιστών έχει μετατοπιστεί σε άλλους στόχους: στον καλλωπισμό, στν εκφραστικότητα κλπ. Όχι στο να ακούγεται, γιατί αυτό πλέον επιτυγχάνεται αλλιώς.

Για το πώς επιτυγχάνεται χωρίς ενίσχυση, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι τρόποι, που οδηγούν σε διαφορετικές χροιές. Κάποιος με εμπειρία φωνητικής (συστηματικής, με διδασκαλία, ίσως δάσκαλος ο ίδιος) μπορεί να μας κατατοπίσει. Συνήθως κάθε συγκεκριμένη παράδοση τείνει να επιλέγει κάποιον ή κάποιους από αυτούς τους τρόπους, κι έτσι διαμορφώνεται και η αισθητική της. Για έναν εντελώς αυτοδίδακτο, είναι αρκετά πιο εύκολο να μάθει έναν τέτοιο τρόπο αν τον ακούει παντού γύρω του παρά να επινοήσει τον δικό του, χωρίς κι αυτή η περίπτωση να αποκλείεται.

Το επαγγελματικό ρεμπέτικο ήταν τότε κάτι καινούργιο και δεν είχε διαμορφώσει τέτοιους στάνταρ τρόπους. Δεν είναι τυχαίο ότι το κείμενο βάζει μέσα στην ίδια πρόταση τρεις τραγουδιστές (Μάρκο, Στράτο, Παπαϊωάννου) με πολύ διαφορετικό στιλ ο καθένας. Μάλλον ήμασταν στη φάση που ο καθένας έψαχνε να βρει μόνος του τον τρόπο που θα τον εξυπηρετήσει. Η παράδοση του προεπαγγελματικού ρεμπέτικου βέβαια δε θα βοηθούσε, αφού εκεί η πρόθεση ήταν ίσα ίσα να μηην πολυακούγεται, λόγω παρανομίας!

Νομίζω ότι όποιος πάει να μιμηθεί Βαμβακάρη σήμερα κάνει αυτό που λέμε «τραγούδι με τον λαιμό». Δίνει όντως μια διαπεραστική χροιά στη φωνή, αλλά δε θεωρείται καλός τρόπος, είναι από αυτούς που κουράζουν και καταπονούν. Άρα, λογικά δεν πρέπει να ήταν αυτό που έκανε ο ίδιος ο Βαμβακάρης.

1 «Μου αρέσει»

Ας ξαναβάλω τον Δομένικο:

Δομένικος: Τον φώναζαν Κοντραμπάσο, λόγω της βραχνής φωνής του. Βέβαια η κανονική φωνή του ήταν διαφορετική. Όταν τραγουδούσε έφτιαχνε τη φωνή του, σαν εγγαστρίμυθος.”

2 «Μου αρέσει»

Ναι, αλλά τι μπορεί να εννοεί «σαν εγγαστρίμυθος»;

Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις τέτοια πράγματα εμπειρικά και να καταλάβει ο άλλος τι θες να πεις. Εδώ ακόμη και η (σχετικώς;) επίσημη ορολογία της φωνητικής είναι λίγο μεταφορική. Λέμε ας πούμε κεφαλική φωνή, αλλά το κεφάλι δεν είναι βέβαια φωνητικό όργανο.

Αλήθεια, έχει γίνει ποτέ καμιά μελέτη για τη φωνητική των ρεμπέτηδων; Εσύ Άνθιμε που τα παρακολουθείς αυτά και δε σου ξεφεύγει τίποτε, έχεις δει σχετικές δημοσιεύσεις;

Ίσως είναι χρήσιμη η ανάλυση φωνητικών τεχνικών και υφολογίας Περπινιάδη και Αμπατζή:

Τη βραχναδα αυτή που συζητάτε, τη ζητούσαν οι εταιριες? Το ίδιο γινόταν και με τον Κηρομύτη, και άλλους? Μπίνη κα?

Υποθέτω όπως επιτελεί ένας ηθοποιός, όπως υποδύεται κατά τις αποβλέψεις του ρόλου του.

Αυτή την εντύπωση έχω σχηματίσει για τον Μάρκο: ενώ ως φαίνεται η φωνή του δεν ήταν έτσι από φυσικού του, μέσα από την χρόνια τριβή του με μάγκες, κουτσαβάκηδες και τεκέδες κλπ και το ανάλογο φωνητικό μόρφωμα που άκουγε εκεί (αυτό το μακρόσυρτο το μαγκίτικο που τόσο καλά περιγράφει κάπου η Κυραγγέλλα) είχε “τοποθετήσει” τη φωνή του ώστε να αναλογεί και να ευχαριστεί το “ακροατήριό” του. Για αυτό έγραψα παραπάνω, σχολιάζοντας τον διάλογο που πρωτοέκανε η εταιρία μαζί του όταν τους πρωτοτραγούδησε (“έτσι που τα λες τώρα μπορείς να τα βάλεις σε δίσκο;”), ότι “δέσμευσε” τη φωνή του προς τη “βραχνή” κατεύθυνση που και ταίριαζε με τα χασικλίδικα και τα μάγκικα που έλεγε αλλά και είχε μεγάλη απήχηση το στιλ αυτό.

1 «Μου αρέσει»

Δεν θυμάμαι που το είχα διαβάσει, νομίζω σχετικά με τον Κηρομύτη, ότι όντως μετά την επιτυχία του Μάρκου οι εταιρείες έψαχναν φωνές με βραχνάδα σαν την δική του. Δηλαδή ο Μάρκος έθεσε έναν κανόνα, του πως πρέπει να ακούγονται τα τραγούδια του είδους.

1 «Μου αρέσει»

Η πρώτη (Δημόπουλος για Περπινιάδη) φαίνεται εξαιρετική. Σπάνια έχω δει τόσο εύστοχες αναλύσεις κομματιών. Όμως, απ’ όλα όσα κάνει ένας τραγουδιστής με τη φωνή του για να παραγάγει αυτό που τελικά ακούμε, το συγκεκριμένο ζήτημα (πώς φτιάχνει το ηχόχρωμά του) δεν είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος του συγγραφέα. Παράδειγμα:

Η Ρόζα τραγουδά με χαρακτηριστικό νεύρο και έντονη άρθρωση στην εκφορά του στίχου. Ενδεχομένως σε μίμηση του βιολιού, και σε αντίθεση με τον Κώστα Ρούκουνα, η Ρόζα “τραβάει” σε διάρκεια όλες τις καταλήξεις των φράσεων. Πέραν αυτού, “σβήνει” τις περισσότερες με απαλό βιμπράτο σε συνδυασμό με ένα ελαφρύ rubato, που παρότι δεν είναι πολύ αισθητό σε κάθε συγκεκριμένη κατάληξη, μακροδομικά δημιουργεί μια ιδιαίτερη γκρούβα χαρακτηριστική και σε πολλά άλλα τραγούδια του είδους, με αποτέλεσμα το τσιφτετέλι να αποκτά έναν ελεύθερο και ανάλαφρο παλμό. Οι έμπειροι μουσικοί ακολουθούν την τραγουδίστρια με απόλυτη ακρίβεια στις διακυμάνσεις του ρυθμού. Στο τέλος του δεύτερου κουπλέ, η Ρόζα αλλάζει, ίσως και κατά λάθος, τον στίχο: αντί για ”καλή μου στα φιλιά σου” τραγουδά “καλέ”, παρότι διατηρεί σε όλο το υπόλοιπο τραγούδι την απεύθυνση του στίχου σε θηλυκό γένος. Η τοποθέτηση της είναι κατά βάση ρινική και κεφαλική, κάτι που εξυπηρετεί και την διαποίκιλση της με λαρυγγώδη στολίδια, κυρίως στις ψηλές νότες.

(σελ. 60-61)

Υπογράμμισα ένα σημείο στο τέλος: κάτι τέτοιο γύρευα, και ο συγγραφέας δεν αμέλησε να το αναφέρει, όχι όμως με μεγαλύτερη έμφαση απ’ όση βλέπουμε εδώ (δηλαδή στο τέλος μιας ανάλυσης ως πρόσθετο στοιχείο που δεν είναι αυτό που κυρίως τον απασχολεί). Μ’ ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα, αυτή δείχνει γενικά να είναι η οπτική του.

(Α, παρεμπιπτόντως, μεταξύ των πηγών βλέπω και Νίκο Πολίτη! Και πολλά άλλα ενδιαφέροντα έπιασε το μάτι μου, όπως, ενδεικτικά: ότι στην ολόφρεσκη αυτή διπλωματική αναφέρονται οι ερευνητικές δυσκολίες που προέκυψαν από την πανδημία και την καραντίνα - ότι είναι κατεπείγον να γίνει έρευνα στους ζωντανούς, καθώς για παράδειγμα ο Σόλωνας μόλις απεβίωσε - οξυδερκέστατες παρατηρήσεις για τον αμανέ ως είδος - κ.ά.)

Όσο για τη δεύτερη, δεν ξέρω τι γίνεται με το Αποθετήριο αλλά πάλι δεν μπορώ να την δω!

Μήπως έτσι διαβάζεται;
7945-20782-2-PB.pdf (1,5 MB)

Ναι, ευχαριστώ. Και τώρα που το βλέπω, βλέπω ότι το ξαναέχω (πάλι από πρόσφατο δικό σου λινκ Άνθιμε). Δεν ξέρω γιατί πριν μπορούσα να το κατεβάσω και τώρα όχι, αλλά τέλος πάντων, ας μην κουράζω άλλο μ’ αυτά…

Λέει ο Τσιτσάνης (όπως τα μεταφέρει ο Χατζηδουλής στο βιβλίο του Βαρθαλίτη «Μάρκος Βαμβακάρης», σελ. 1116):

«Η αρτιότερη φωνή στο ρεμπέτικο είναι η φωνή του Μάρκου με το βράχνιασμα που έκανε και το οποίο ήταν επιτηδευμένο, δεν ήταν από τη φύση του. Την τεχνική αυτή που ήταν άψογη δεν την είχε κανείς άλλος τραγουδιστής. Ούτε μπορεί να την κάνει»

Και σχολιάζει ο Χατζηδουλής: «Ο Μάρκος, που συναναστρεφόταν τον κόσμο συνειδητοποίησε ότι ο λαός που αγαπάει το ρεμπέτικο θέλει αυτή τη φωνή κι έπεσε διάνα»

4 «Μου αρέσει»