Έστω και καθυστερημένα (μιά βδομάδα χωρίς ιντερνέτ) ευχαριστώ, φίλε alexcr, για την αναφορά σου σε εμένα. Γενικά, με έχουν ήδη καλύψει οι παραθέσεις των άλλων φίλων, θα αναφέρω όμως και τις δικές μου θέσεις και εμπειρίες. Η λάφτα είχε, μέχρι το τέλος περίπου του 19ου αιώνα, βασική θέση σολιστικού οργάνου στην κλασική “ορχήστρα λεπτών οργάνων” (ince saz) της Κων/λης, πριν την υποκατάστασή της από το ούτι λόγω μεγαλύτερης ευκολίας του δεύτερου σε τρανσπόρτα, όταν αυτά άρχισαν να εφαρμόζονται. Άρα, το ρεπερτόριό της ήταν οι συνθέσεις των παλατιανών, αργότερα και απλών, μουσικών που ασχολήθηκαν με το είδος. Όμως, υπάρχουν και καταγραφές / ηχογραφήσεις όπως π.χ. του Τanburi Cemil Bey που παίζει τη μελωδία του σε εμάς ως “Μανταλιώ και Μανταλένα” γνωστού λαϊκού κομματιού. Σήμερα, σχεδόν νεκραναστημένη (σωστός, Περικλή), η ξεχασμένη λάφτα παρέλαβε ευρύτατο ρεπερτόριο όχι της “κλασικής” τουρκικής μουσικής, αλλά του γενικότερου χώρου του μικρασιάτικου δημοτικού τραγουδιού, του σμυρναίικου και παρεμφερών ειδών. Όμως εγώ, όλο και περισσότερο, τη χρησιμοποιώ και σε πεδία που της είναι “απαγορευμένα” όπως Μάρκος, Τσαούς, Δελιάς και άλλοι / -α. Για Τσιτσάνη δεν θα τη συνιστούσα, ιδίως σε κάτοχο μπουζουκιού.
Το ούτι, χωρίς αμφιβολία, έχει πολύ περισσότερες εκφραστικές δυνατότητες μια και στον 20όν αιώνα, εποχή όπου άρχισε να λατρεύεται η δεξιοτεχνία, ευτύχησε να παιχτεί από μουσίκαρους ολόκληρου του χώρου της ανατολικής μουσικής. Δεν πειράζει που δεν έχει μπερντέδες, η φαινομενική δυσκολία που ενυπάρχει στο όργανο αυτό, γρήγορα εξαφανίζεται καθώς ο μαθητής εξοικειώνεται με την έλλειψη “οδηγών” όπως το τάστο ή ο μπερντές. Αλλά, από την άλλη, δεν καθιστά τη λάφτα πιο κατάλληλη για ενασχολούμενους με μπουζουκοειδή, η ακολουθία λα ρε λα ρε: λα ρε είναι, όχι ρε λα και αυτό αλλάζει άρδην τα πράγματα. Πάντως η επιλογή, θα έλεγα, καταλήγει ουσιαστικά προσωπικό θέμα.