Νίκο, έστειλα χτες ένα μακροσκελέστατο μήνυμα, και μου το κατάπιε… ο Kaspersky! Δεν έχω την αντοχή να το ξαναγράψω, θα πω όμως δυό-τρία βασικά… βιαστικά.
- Δεν πρέπει να συγχέομε τις ονομασίες, με τη διαφορετική κατά καιρούς και κατά τόπους σημασία τους. Έτσι, ενώ έχομε στην Τουρκία το Μπαγλαμά Σαζ γιά τον αντίστοιχο Τζουρά, και Τζουρά Σαζ γιά τον αντίστοιχο δικό μας μπαγλαμά. Και φυσικά, υπάρχουν και άλλες διαφορές στα όργανα. Έτσι, λέγαμε “ρεμπέτικα” ίσαμε το 1930, τα χαρούμενα ομαδικά τραγουδάκια της διασκέδασης. Με την είσοδο στη δισκογραφία του μπουζουκιού και του πρωτόγονου “μάγκικου” του 19ου αιώνα, γιά λόγους… αναβάθμισης και αναγνώρισης από τους αστούς, το βαφτίσανε “ρεμπέτικο”. Στη συνέχεια φυσικά, σκάσανε μέσα τόσα πολλά είδη και μορφές τραγουδιών, στιχουργικά αλλά κυρίως μουσικολογικά, που ο όρος “ρεμπέτικο” ξαναβρήκε μέρος από την έκταση που είχε η παλιά σημασία, μόνο που τώρα πιά κουβαλούσε εκείνον τον διάολο που γέννησε το μάγκικο του 19ου αιώνα, και που λέγονταν μπουζούκι.
Έτσι, τον τελευταίο καιρό, ο Σπύρος Παπαϊωάννου (που είναι ο άνθρωπος που αποκάλυψε την αξία του Σμυρνέϊκου Μινόρε) κι εγώ, ψάχνομε να βρούμε τις ρίζες του παλιού του “μάγκικου”, που ονομάστηκε “κουτσαβάκικο”, που ονομάστηκε “αλάνικο”, “μόρτικο”, που ξαναβρήκε τον αρχικόν ορισμό “μάγκικο”, και διχάστηκε σε “μουρμούρικο” και “γιουρούτικο” (μουσικοί προσδιορισμοί).
Στη Σμύρνη υπάρχει ο διαχωρισμός του “μάγκικου” από το “χασικλίδικο”, αλλά αυτό αφορά μόνο τους στίχους, και ο Βιδάλης τραγουδάει… την όπερα “Δε μου λέτε το χασίσι που πουλιέται”!!! Εξ άλλου, απουσιάζει παντελώς το μπουζούκι.
Το “μάγκικο” λοιπόν του 19ου αιώνα, το τραγούδι που απ’ ό,τι φαίνεται γεννήθηκε κυρίως στου Ψυρρή και όχι στον Πειραιά όπως ενομίζετο, είναι αυτό που λέμε “ντουζένι” και “καραντουζένι”. Ο όρος αυτός δεν αφορά τη μουσική, παρά μόνο…
Εδώ θα σταματήσω, γιατί ετοιμάζω το πείραμα, και είναι… μυστικό.
Στην Αλβανία, “γκιουζέν” και “καραγκιουζέν” είναι το ομαδικό γλεντζέδικο τραγούδι, που παίζεται με τσιφτελλί και με σαρκί, αλλά εκεί είναι το δίχορδο τσιφτελλί που προσαρμόζεται στο κούρδισμα του τρίχορδου σαρκί, κι όχι το αντίθετο όπως συμβαίνει στο Ελληνικό καραντουζένι.
Ας σημειωθεί τέλος (κι εδώ είναι η Μπόμπα) πως το τσιφτελλί, έχει διπλάσια τάστα σε έκταση από τον τζουρά, κι αυτό σημαίνει πως ΠΑΙΖΕΙ ΜΟΝΟ ΤΟΝΟΥΣ, ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΗΜΙΤΟΝΙΑ.
Άντε και το ξέρασα το μυστικό, αλλά δεν πειράζει, έχω πολλά ακόμα που το συνοδεύουν.
Όσο γιά την “μπέσα”, αυτή είναι φυσικά ένας “λόγος τιμής”, αλλά είναι φορτισμένη μ’ ένα θρησκευτικό αίσθημα, και έχει την αξία του ιερού όρκου κι ακόμα παραπάνω. Άλλωστε το ίδιο είναι και η Αρβανίτικη και Σιτσιλιάνικη “Ομερτά”, που σημαίνει “όρκος τιμής και προστασίας” και όχι “Όρκος σιωπής” που λένε.