Αναβίωση του ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ τραγουδιού

Ο έλεγχός μου αν έχει δημοσιευτεί δεν απέδωσε, γι αυτό αποφάσισα να το δημοσιεύσω. Αν λάθεψα οδηγήστε με στη δημοσίευση και διαγράψτε με. Αν όχι τα ερωτήματα πολλά και διάφορα. Που, πότε, ποιός - ποιοί, κλπ. κλπ. Ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η πληροφόρηση μου πχ Αθήνα, αρχές δεκαετίας 70. Πρώτη ή από τις πρώτες κομπανίες με Σύρο - Ξηντάρη - Τζώρτζη κλπ. Πρώτο ή από τα πρώτα στέκια η Ρεμπέτικη Ιστορία (όχι όπως είναι σήμερα). Αν πρόκειται πέρι πλάνης, αποκατάσταση άμεση παρακαλώ.
Σκέψη εκίνησης: Αγαπάμε, τιμούμε, θαυμάζομε, επιφωνούμε κλπ. τους παλιούς, τους πρωτομάστορες, τους ΠΡΩΤΟΥΣ, μήπως - λέω μήπως - κάτι τις και γι αυτούς που μας άνοιξαν τα μισόκλειστα ή κλειστά μας ματάκια;

Με χρονολογίες δεν τα πάω καλά.

Νομίζω όμως πως εν αρχή ην …Μάνος Χατζιδάκης με το δίσκο «Τα Πέριξ» που βγήκε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, με τη Βούλα Σαββίδη.

Κατόπιν η « Ρεμπέτικη κομπανία με Δημητριανάκη-Κοντογιάννηδες και το δίσκο « Τα μπλε παράθυρα».

Δεν υπήρχαν τότε σχετικά μαγαζιά και Ρεμπετάδικα. Υπήρχε η «γύρα» ( αυτό που οι παλιότεροι, υποτιμητικά αποκαλούσαν και «σφουγγάρα») στα γύρω από τα Εξάρχεια κυρίως ταβερνάκια όπως του μπάρμπα-Γιάννη, της Ξανθής στου Στρέφη, τις «Μαδάρες» κ.α.

Τη γύρα ξεκίνησαν οι Εμμανουηλίδης, Σφακιανάκης ( Άγγελος βεβαίως βεβαίως, προς άρσην κάθε παρεξήγησης ) και Στρατηγόπουλος, πριν τους ανακαλύψει ο Σαββόπουλος και τους βαφτίσει «Οπισθοδρομική κομπανία». Άνευ Ελευθερίας τότε.

Κανένα χρόνο μετά βγήκα και γω στη γύρα με κιθαρίστα το φίλο μου Φίλιππο Δραγούμη ( γιο του γνωστού μουσικολόγου Μάρκου Δραγούμη ) και τη…Λίνα Νικολακοπούλου μπαγλαμά-τραγούδι. Όποτε συναντιόμαστε με τους άλλους, παίζαμε μαζί, βγάζαμε κοινό καπέλο και…μοιράζαμε την είσπραξη. Ευκαιριακές εμφανίσεις και στην παλιά μπουάτ των Εξαρχείων «Τιπούκειτος».

Αμέσως μετά, καλοκαίρι αν θυμάμαι καλά, άνοιξε το πρώτο Ρεμπετάδικο, η «Ρεμπέτικη Ιστορία» του Ξηντάρη και κατόπιν το «Ταξίμι» στην Ισαύρων.

Τον επόμενο χειμώνα, στη μεγάλη ταβέρνα του Σαμπάνη στον Άγιο Λουκά , σε μουσική επιμέλεια Γιώργου Παπαδάκη παρουσιάζεται μεγάλη ορχήστρα ( με μπουζούκι το Γιάννη Μωραΐτη , το Δημήτρη Κοντογιάννη, Θοδωρή Παπαδόπουλο κ.α. ) σε αποκλειστικά ρεμπέτικο πρόγραμμα.

Τα Ρεμπετάδικα γρήγορα αυξάνονται και πληθύνονται, καθώς και ο κόσμος που μπαινοβγαίνει από το ένα στο άλλο μιας και τότε το ποτό ήταν πάμφθηνο.

Την επόμενη χρονιά, η Οπισθοδρομική κομπανία με Ελευθερία, Θοδωρή Παπαδόπουλο, Μεξαντωνάκη κ.α. κρατάει μόνη της το πρόγραμμα στο «Άλσος» του Πεδίου του Άρεως με τεράστια επιτυχία.

Κάπως έτσι, δίχως χρονολογίες και σίγουρα παραλείποντας και κάποια άλλα ( ένα μυαλό, χειμώνα-καλοκαίρι ), ξεκίνησαν να ξανακούγονται από τον πολύ κόσμο τα παλιά, ξεχασμένα ρεμπέτικα.

Βοήθησαν βέβαια και τα πρώτα βιβλία που είχαν ήδη κυκλοφορήσει ( Πετρόπουλος, πιπέρι στο στόμα μου , Gail Holst, Αυτοβιογραφία του Μάρκου ) αλλά και σειρές ραδιοφωνικών εκπομπών που είχαν προηγηθεί ( Σοφίας Μιχαλίτση, Σπύρου Παπαϊωάννου ).

Επειδή - κατά την άποψή μου - η αναφορά στην αναβίωση του ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ αποτελεί μέρος της σύγχρονης πολιτιστικής Ιστορίας απαιτούνται ΑΚΡΙΒΕΙΣ ημερομηνίες. Έχετε διαπιστώσει όλοι, φαντάζομαι, τι κομφούζιο επικρατεί στις αναφορές στα παλιά όπου οι ημερομηνίες είναι ασαφείς, διάφορες και συνγκεχυμένες. Τι να κάνομε, η Ιστορία είναι και χρονολογίες. Φίλε, Νίκο Φρονιμόπουλε, μου άρεσε η καταγραφή σου για μέρος του πως. Μιάς κι είσαι παλιοσειρά όπως λες, και αν…αν είναι δυνατό να ανακαλέσεις χρονολογίες από την μνήμη - ή τυχόν γραπτά κυρίως, θα βοηθούσε πολύ.
Το πρώτο λοιπόν Ρεμπετάδικο η ‘’ Ρεμπέτικη Ιστορία" αν και μάλον είναι ανακρίβεια το ‘’ του Ξηντάρη" γιατι εξ όσων γνωρίζω δεν ήταν μόνο του Ξηντάρη. Έχω χρόνια να πάω αλλά ο νεότερος ιδιοκτήκτης (νομίζω) Παύλος Βασιλείου ίσως βοηθήσει αν αυτό έχει σημασία βέβαια.
Κάποιες αναφορές του Στρατηγόπουλου που γνώρισα παλιά - αχ αυτή η μνήμη - σ’ ένα στέκι στα βόρεια προάστια ( Κηφυσιά) ταιριάζουν.
Ας ρίξομε και μιά ματιά στο δίσκο ''Το παλιό μας σπiτι", ηχογράφηση 1987 (CD TO 2000) μιάς κι αποτελεί μέρος των αποτυπομένων στοιχείων.

Η «Ρεμπέτικη Ιστορία» άνοιξε με ιδιοκτήτες από κοινού το Γιώργο Ξηντάρη και τον Παύλο Βασιλείου ( αμφότεροι Σκοπελίτες ). Αργότερα ο πρώτος απεχώρησε αφήνοντας στον άλλο το μαγαζί, που νομίζω το κρατάει ακόμη.

Ο Τζώρτζης με τον Σύρο το Νίκο ( όχι τον αδελφό του το Θανάση, εξαιρετικό κιθαρίστα και βιολιστή ) έπαιζαν μαζί στο Παρίσι. Πολύ αργότερα ο Τζώρτζης ( με τον Κορακάκη στην αρχή) άνοιξε «Το παλιό μας σπίτι» στην Καισαριανή. Έχω παίξει και γω εκεί, μαζί με τον Στέλιο το Φανό ( ο οποίος, για την ιστορία, πρωτοάνοιξε το «Ταξίμι», το δεύτερο κατά σειράν ρεμπετάδικο ) την πρώτη χρονιά, μόλις ο Κορακάκης άρχισε να παίζει στο κοντινό, δικό του …σουβλατζίδικο ! Ο δίσκος ( Σύρου-Τζώρτζη ) νομίζω έπεται.

Όσο γιά χρονολογίες…Υπομονή !
Αρχίζω θεραπεία…με ΝΟΟΤΡΟΠ !!! ( Άτιμο Αλτσχάιμερ ! )

Η “Ρεμπέτικη Κομπανία” των Κοντογιαννηδημητριανάκηδων ξεκινάει τη δράση της πολύ πριν τις υπόλοιπες κομπανίες. Σχεδόν μια 8ετία νωρίτερα. Οι Ξηντάρης, Σύρος, Καλαφάτης “πιάνουν δουλειά” -αν θυμάμαι καλά- πριν τα τέλη της δεκαετίας του '70. Για ακριβέστερα στοιχεία μπορείς να ρωτήσεις τον ίδιο τον Καλαφάτη που είναι μέλος του Ρεμπέτικου Φόρουμ.
Ομως η αναβίωση του ρεμπέτικου για το ευρύτερο κοινό έχει αφετηρία το “Ρεμπέτικο” του Φέρρη και το “Μινόρε της αυγής” του Μεσθεναίου, όταν μπήκε το ρεμπέτικο σε όλα τα σπίτια μέσω της τηλεόρασης. Βγήκαν τα γνωστά δισκάκια από διάφορες κομπανίες, αλλά και μεμονωμένους (Γλυκερία, Αγάθωνας κ.ά.) και τα μαγαζιά ακολούθησαν το ρεύμα. Γενικά τα μαγαζιά κατά κανόνα ακολουθούσαν την κατάσταση που διαμορφωνόταν και καθιέρωναν από μόνα τους κάποια “μόδα”.
Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε και τη δράση του Γκολέ, που εμφανίστηκε στην πιάτσα το 1968 (σε σκυλάδικο της Καλαμάτας!) και αργότερα ακολούθησε τη γνωστή πορεία του.
Επίσης, για τους πιο ψαγμένους, υπήρχαν και ελάχιστοι παλιοί ρεμπέτες που συνέχιζαν τη δράση τους στα μαγαζιά, είτε με σποραδικές εμφανίσεις (Μουφλουζέλης) είτε αραγμένοι μόνιμα σε κάποιο μαγαζί (ο Μ. Δασκαλάκης στην ταβέρνα του στο Πικέρμι).
Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν και κάποιοι άλλοι. Ο Τάσος Σχορέλης, για παράδειγμα, συνέχιζε τις ρεμπέτικες συναυλίες που είχε αρχίσει από τη δεκαετία του ‘60. Ετσι είχα την τύχη να προλάβω ν’ ακούσω ζωντανά τους Ρούκουνα, Μπαγιαντέρα, Μοσχονά κ.ά. στο γήπεδο(!) του Μεσσηνιακού.
Και βέβαια οι εκπομπές της Μιχαλίτση και κυρίως του Σπ. Παπαϊωάννου. Ο τελευταίος, παίζοντας πάνω από 20 εκπομπές με 78ρηδες δίσκους, έδωσε αυθεντικό υλικό σε μουσικούς και απλούς ακροατές.
Ακόμη βοήθησαν και οι πρώτες ανατυπώσεις ρεμπέτικων σε LP (Χατζηδουλής κ.ά.).
Μπορεί να γραφτεί ένα εκτενέστατο άρθρο για αυτή την αναβίωση του ρεμπέτικου. Αυτή ήταν η δεύτερη αναβίωση. Η πρώτη και σημαντικότερη ήταν αυτή που έγινε τη δεκαετία του '60 και ξεκίνησε με τη “Συννεφιασμένοι Κυριακή” από τον Καζαντζίδη και τις ηχογραφήσεις του Μάρκου με τον Μπιθικώτση το '59-'60. Και λέω σημαντικότερη, γιατί εκτός του ότι επανέφερε το Μάρκο, το Στράτο κ.ά. στο προσκήνιο, λειτούργησε σαν συνδετικός κρίκος της παλιάς με τη νέα κατάσταση, μειώνοντας το χρονικό κενό από τις κλασσικές εκτελέσεις του ρεμπέτικου και τις επανεκτελέσεις του και δίνοντας τη δυνατότητα στους επενεκτελεστές (μουσικούς και τραγουδιστές) να έχουν ένα μικρό ζωντανό δείγμα από τους ζώντες παλιούς ρεμπέτες.

Στην πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου, ας μνημονευθεί και η διάλεξη του Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, το Γενάρη του ΄49, στο Θέατρο Τέχνης.
Δεν ξέρω κατά πόσο μετά τη διάλεξη αυτή “αποενεχοποιήθηκε” το ρεμπέτικο στη συνείδηση των αστών, που αποτελούσαν το ακροατήριο εκείνο.
Πάντως, μετά τη διάλεξη αυτή υπήρξε ένα ρεύμα υπέρ του ρεμπέτικου, το οποίο δεν θα έλεγα σίγουρα πως το ωφέλησε.
Και εννοώ επανεκτελέσεις ρεμπέτικων, τα οποία μεταμορφώθηκαν σε …καντάδες αλλοιώνοντας εντελώς το ύφος και την αισθητική τους.
Από κοντά έπεσαν οι εταιρείες που μυρίστηκαν χρήμα και ξεκίνησε το ΄60 η επανεκτέλεση τραγουδιών του Μάρκου από την Columbia.
Θετικά επέδρασε το όλο αυτό εγχείρημα σε μια αναλαμπή της καριέρας του Μάρκου κυρίως, ο οποίος επανεμφανίζεται στα λαϊκά πάλκα, το ΄66 σε μπουάτ στην Πλάκα, στο θέατρο “Κεντρικόν”, το ΄67 στο “Φαληρικό” στις Τζιτζιφιές με το Στράτο και στο Χίλτον με τον Κηρομύτη και τους γιους του.

Να θυμηθούμε το σημαντικό ρόλο που έπαιξαν επίσης “οι φοιτητές του Μάρκου”, η παρέα εκείνη στην οποία πρωτοστάτησε ο Νέαρχος Γεωργιάδης, που δημιούργησαν ορχήστρες με μπουζούκια, μάζευαν δίσκους γραμμοφώνου και πλησίασαν τους επιζώντες δημιουργούς για να καταγράψουν τη ζωή και το έργο τους.
Από το ΄66 έως το ΄68 οι Γεωργιάδης και Καλαμαρά θα γράψουν σε τετράδια, χειρόγραφα, την “Αυτοβιογραφία” του Μάρκου.
Αυτή την έτοιμη δουλειά θα παραλάβει η Κάιλ μαζί με δυο ανέκδοτα μυθιστορήματα του Μάρκου - τα οποία δεν είδαν το φως της δημοσιότητας - και θα εκδώσει τη βιογραφία αυτή στο όνομά της ευχαριστώντας απλά αυτούς που τράβηξαν όλο το κουπί αυτής της δουλειάς…
Έχω την εντύπωση πως τα τετράδια αυτά δεν τα επέστρεψε ποτέ η Κάιλ.

Και μην ξεχνάμε, τον διαρκώς παρόντα μέχρι το θάνατό του Βασίλη Τσιτσάνη, στο Χάραμα.

Αν κρίνω από την είσοδο στις παρεμβάσεις Νικου, Ari και Ελένης η ιδέα ήταν καλή. Μετριοφροσύνη…ε.
Η εντύπωση που μου έμεινε διαβάζοντάς τους είναι πως στην πραγματικότητα το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ δεν έσβησε ποτέ, απλώς για μερικά χρόνια βρισκόταν στο κάτω μέρος της καμπύλης ένός γραφήματος. Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν κάποιοι να το ανεβάσουν προς την κορυφή της. Όσοι λοιπόν γνωρίζουν ας προσέλθουν να κωδικοποιήσομε τη νεότερη Ιστορία του ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ.

Οχι, η διάλεξη του Χατζιδάκι δεν έχει σχέση με την αναβίωση του ρεμπέτικου. Αφορά άλλη εποχή. Η αναβίωση ξεκινάει το '59-'60. Οταν έγινε η διάλεξη ('49) είχαμε “ρεμπέτες εν δράσει”, οπότε δε θα μπορούσαμε να μιλάμε για αναβίωση. Ασε που η διάλεξη απευθύνθηκε σε “άλλους είδους” κοινό, το οποίο δεν μπορούσε (και σίγουρα δεν ήθελε) να κάνει καμία αναβίωση…

Αυτές οι εμφανίσεις έγιναν στο τέλος. Ο Μάρκος επανήλθε στο προσκήνιο και βρήκε δουλειά στα μαγαζιά από το '60-'61.

Εννοείται Νίκο. Δεν το ανέφερα γιατί το θεωρούσα δεδομένο. Να πούμε μάλιστα ότι πολλά παλιά ρεμπέτικα, π.χ. του Μάρκου, του Δελιά, του Τσαούς, αδέσποτα κλπ., οι νεότεροι τ’ άκουσαν πρώτη φορά από το στόμα του Τσιτσάνη στο μαγαζί.

Μήπως εννοείς τον “Παππού” στην Κιφισίας, γύρω στο 1995; Ήταν το δεύτερο μαγαζί με το ίδιο όνομα που το είχε ο Στράτος Στρατηγόπουλος.
Ακόμη, θα ήθελα να συμβάλω κι εγώ ως προς την ερώτηση “ποιοί;”, προσθέτοντας μερικά ακόμη ονόματα:

  • Γιάννης Παπαγιαννόπουλος (Ρέγγας): κιθάρα, τρίχορδο, φωνή
  • Σπύρος Χονδρός (Μουρούνας): φωνή, κιθάρα, μπαγλαμά
  • Πανίνος Δαμιανός (υιός του Αλέξη!): κιθάρα, μα τι κιθάρα…!
  • Μήτσος Αναγνωστόπουλος: τρίχορδο, κιθάρα
    Οι παραπάνω, περί τα τέλη της δεκατίας του '70 νομίζω, ξανάπαιζαν τραγούδια ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, βγαλμένα από τις πρώτες εκτελέσεις…
    Μερικοί προλαλήσαντες ίσως θυμούνται ή γνωρίζουν περισσότερα… Ας διορθώσουν!:241:

Εχω ζωηρές αντηρρήσεις παιδιά,μ’ αυτό που λέμε “αναβίωση”.Πάντα παιζωνταν αυτό το είδος
μουσικής.Θυμάμαι ουζερί ,στα 1965-66,δίπλα από το γήπεδο της Λεωφορου, με αμιγώς
ρεμπέτικη ορχήστρα(κομπανία) δηλ.μπουζούκι,κιθάρα,μπαγλαμάς.Κ’ οταν είχαν γιορτή οι
προσφυγες έφερναν καί βιολί.Θέλω να πω γιά τούς νεώτερους.οτι η Τσόχα τότε ηταν γεμάτη
τσιγγινες παράγγες.Εκεί είδα κ΄ακουσα τζουρά ,από Σμυρνιούς ,ανώνυμους βιρτουόζους

Όταν μιλάμε για το φαινόμενο “αναβίωση”, πρέπει να το ορίσουμε ως την “μαζική, βαθειά και συνολική πρακτική και θεωρητική αναδίφηση στο πρωτογενές υλικό, στους συντελεστές του, την ανάλυση, καταγραφή, ανάδειξη και απενοχοποίηση του”. Αυτό ξεκίνησε δειλά δειλά, όπως περιέγραψαν οι προλαλήσαντες στα μέσα του '60, όταν κάποιοι κύκλοι (μέρος τους ήταν και μέλη του φόρουμ - Φέρρης, Φρονιμόπουλος - ), η νεολαία, οι φοιτητές, η διανόηση, ο κινηματογράφος, η δισκογραφία, τα μαγαζιά, οι μουσικοί προσέγισαν το ρεμπέτικο και ξεκίνησαν να το φέρνουν στην επιφάνεια με μαζικό τρόπο ώστε έγινε πολιτιστική χιονοστιβάδα. Ξεκίνησαν κάποιοι να τρέχουν στα παλιατζίδικα να βρούν τις “πλάκες” του γραμμοφώνου, ξεκίνησαν να βρούν τους εν ζωή ρεμπέτες πρωταγωνιστές, να τους γνωρίσουν, ξεκίνησαν να παίζουν πιστά τις πρώτες εκτελέσεις, χωρίς μαγνήτες, μπάσο ηλεκτρικό και τύμπανα.

Επομένως πρόκειται για ένα μαζικό κοινωνικό φαινόμενο με ιστορική σημασία που σήμανε την επιστροφή στην “πηγή” και δεν αναιρείται αυτό, από το γεγονός ότι σποραδικά ένα ταβερνάκι έπαιζε ρεμπέτικα με μπουζούκι και κιθάρα.
Από τις πληροφορίες που έχω εγώ από αφηγήσεις ατόμων που έζησαν την δεκαετία του '50 και '60 στον προσφυγικό Υμηττό, Βύρωνα και την Καισαριανή, μεταφέρω ότι ενώ στα μέσα του '50 ακούγονταν το “Μαράζι” του Μητσάκη και το “Έλα, σήκω, χόρεψε το” του Τατασσόπουλου, μετά το '60 περάσαμε στα τζουκμπόξ, και το ρεπερτόριο των Γαβαλά, Περπινιάδη, Αγγελόπουλο, οπότε άλλαξε ριζικά το περιβάλλον.

Αυτό ανατράπηκε μέσα από την μαζική ιστορική αναδίφηση στο παλιό υλικό από κύκλους που είχαν το στάτους για να στηρίξουν το ρεμπέτικο και θεωρητικά. Αυτό είναι τελικά η αναβίωση, η ιστορική δικαίωση, η έκρηξη του ρεμπέτικου, η ευρύτατη διάδοση του. Επίσης, σε σχέση με την πρώτη αναβίωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η δεύτερη ήταν πιο βαθειά και έλαβε χώρα με περισσότερο πάθος, αφού ανέδειξε όλους τους συντελεστές, όχι μόνο κάποιους πρωταγωνιστές. Έτσι φωτίστηκε το έργο πχ του Κλουβάτου, του Δελιά, της Χασκίλ, του Χρυσίνη, του Πετσά, της Νταίζης Σταυροπούλου κ.α.

Επομένως, το ρεμπέτικο μπορεί να μην σταμάτησε αντικειμενικά να παίζεται αφού και ο Τσιτσάνης ποτέ δεν σταμάτησε να τραγουδά τον Μάρκο, ωστόσο και η “αναβίωση” υπήρξε, αφού έχει μια άλλη βαθύτερη έννοια και ιστορική σημασία.

Και κάπως έτσι αναβίωσε το ρεμπέτικο τραγούδι.
Το παραπάνω κείμενο ανακάλυψα σε παλαιότερη δημοσίευση της Ελένης στο forum σε άλλο θέμα και είπα να το μεταφέρω κι εδώ μιας και το θεωρώ χρήσιμο.
Με την ευκαιρία μια συμβουλή - παρότρυνση προς τους πληθαίνοντες νέους ηληκιακά αλλά και νέους στο forum (όπως κι εγώ): Διαβάζετε παλιές δημοσιεύσεις στο forum. Θα εκπλαγήτε με τις απίστευτες γνώσεις κάποιων εδώ μέσα, θα λύσετε πολλές απορίες και και και…

Αρκετά νεότερος σε ηλικία απο όλους σας που πριν ενα χρόνο κάνατε αυτήν την κουβέντα,και σίγουρα χωρίς αυτές τις εμπειριές.Το ξαναβγάζω σα θέμα.Καθένας με τις ορέξεις του…
Η εικόνα που εχω για όλους αυτούς αλλα και για το “ρεμπέτικο” την εποχή που δημιουργούτανε είναι απο βιβλία και αφηγήσεις.Πως αλλιώς στα 25 μου;
Σα διευκρίνυση τα παραπάνω,γιατί θέλω να πω οτι αν και δεν ξέρω πως ζήσατε την εποχή εκείνη(60-70),και αν όντως τότε λέγανε για αναβίωση ή νεκρανάσταση και άλλες τέτοιες "περίεργες"λεξούλες,στο σήμερα δεν μου κολάει. Ή μάλλόν διαφωνώ στο έπακρον ως προς το τι ήταν αυτό που συνέβει.Δεν συνέβει και τίποτα τρελό.Θέλω να πω δεν ήταν ουρανοκατέβατο.Ούτε οτι ο κόσμος σταμάτησε για λίγο να ακούει,ούτε οτι ξαφνικά ο Μάρκος άρχησε να πουλάει.Η ιστορία τα εξηγεί όλα αυτά πολύ απλά.
Το “ρεμπέτικο” δεν πέθανε για να έχει ανάγκη νεκρανάστασης,ούτε αναβίωσης. Η μόδα είναι περίεργο πράγμα.Ο Βαμβακάρης δεν μιλάει για αναβίωση,ο ίδιος λέει για δεύτερη καριέρα.Ξέρετε κάποιον καλλιτέχνη να μην έχει σκαμπανεβάσματα; Βέβαια η πορεία του Βαμβακάρη παέι μαζί με αυτήν του “ρεμπέτικου”. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Το λαϊκό τραγούδι είναι ενα. Το να θυμάσαι τα παλιά ή να έχεις μια ρωπήν στο να τα προβάλεις μπροστά στη νεα μόδα πιο πολύ, δεν είναι αναβίωση.Σε χαλάει η νεα μόδα και αντρέχεις στο παλιό.Το λαϊκό τραγούδι ακολουθεί μια ίσια γραμμή.

Πολύ σωστα τα λες φιλος…παντα ακουγοταν τα ρεμπέτικα απλά καποιοι…διανοούμενοι(τρομαρα τους)τα ανακαλυψαν τοτε που λενε πως εγινε αναβιωση…ο λαος πάντα τα αγαπούσε!:slight_smile:

Δεν είναι ακριβώς έτσι, παιδιά. Την εποχή όπου το ρεμπέτικο έγινε «μόδα» την έζησα πολύ καλά, αφού έπαιζα ρεμπέτικα από τη δεκαετία ʼ60. Τότε λέγαμε τους εαυτούς μας, οι ελάχιστοι φίλοι που μαζευόμασταν και παίζαμε, «τυμβωρύχους» αφού τα (προπολεμικά κυρίως) τραγούδια που τραγουδούσαμε ήταν τελείως ξεχασμένα. Ο «λαός» άκουγε Μανώλη Αγγελόπουλο, όταν δεν άκουγε Λευτέρη Ψιλόπουλο.

Ο αείμνηστος Αλέκος Πατσιφάς (Λύρα) είχε μιαν απέχθεια για το δρόμο που είχε πάρει το λεγόμενο «πολιτικό τραγούδι» με τη μεταπολίτευση και έψαχνε για εναλλακτικές λύσεις. Είχε ήδη κυκλοφορήσει ο δίσκος με παλαιές ηχογραφήσεις του Μάρκου (Μίνως, αυτός με την λάμπα πετρελαίου) και κανά δυο άλλοι, με αρκετή επιτυχία, ο Πατσιφάς είχε ήδη επαναφέρει τη Μπέλου σε καινούργιες ηχογραφήσεις, αργότερα έφερ τη Ρεμπέτικη κομπανία των Δημητριανάκη, Κοντογιάννηδων κλπ. και παράλληλα υπήρχε και η «οπισθοδρομική κομπανία».

Η «δεύτερη καριέρα» του Μάρκου είχε προηγηθεί, τη δεκαετία ʼ60, με αριστουργήματα στην αρχή (Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, Η άταχτη κ.ά.) αλλά και επανεκτελέσεις, που σιγά σιγά άρχισαν να πέφτουν σε ποιότητα ή ήταν σκέτες αντιγραφές παλαιότερων ηχογραφήσεων του Μάρκου, συνοδευμένες με ντράμς, αρμόνιο και «μοντέρνο» μπουζούκι. Έτσι σπρωχτήκαμε και εμείς στις αρχικές ηχογραφήσεις, βγήκε μετά το «Κέντρο έρευνας και μελέτης του ρεμπέτικου τραγουδιού» με Κουνάδη / Παπαϊωάννου και τους γνωστούς δίσκους (Αμερικής κλπ.) και… η μόδα είχε γεννηθεί. Όταν, κάποια χρόνια αργότερα, η ρεμπετομανία κόπασε κάπως, εμείς χαρήκαμε γιατί ξαναείδαμε τους εαυτούς μας στη φυσική μας θέση του «συνειδητού αντιρρησία» που δεν ακολουθεί το mainstream.