Ακκόρντα στην παραδοσιακή μουσική

Τις προαλλες ειχα μια συζητηση με κρητικο μουσικο σχετικα με τις συγχορδιες που πρεπει να χρησιμοποιουμε στην παραδοσιακη μουσικη. Συγκεκριμενα, εγω παντα χρησιμοποιουσα μινορε και ματζορε, αυτες που γνωριζα δηλαδη. Εμαθα, ομως, οτι οι παλιοι μουσικοι χρησιμοποιουσαν απλα ακκορντα, ουτε μινορε ουτε ματζορε. Για παραδειγμα, για τη ρε μινορε, ρε λα ρε, αντι για φα λα ρε. Αυτο το βρηκα πραγματικα πολυ ενδιαφερον. Ηθελα να μαθω και περα απο την κρητικη μουσικη, στην υπολοιπη Ελλαδα, τι ακκορντα παιζονται. Πιστευετε οτι η χρηση μινορε και ματζορε συνιστα αλλοιωση της παραδοσιακης μας μουσικης;:241:

Το έχω παρατηρήσει και εγώ αυτό πολλές φορές στο ρεμπέτικο, ειδικά με ματζόρε συγχορδίες οπου συχνά αφήνουμε την τρίτη έξω.
Λίγες σκέψεις στο θέμα: Καταρχήν, μία πέμπτη καθαρή (πχ ντο σολ) είναι ήδη ματζόρε κατα κάποιο τρόπο γιατί η πρώτη αρμονική του Ντο είναι το Μι ,μια δέκατη μεγάλη ψηλότερα. αν ακούσουμε προσεκτικά αυτή η νότα σχεδόν “υπάρχει” μέσα σε αυτή τη συγχορδία. Αυτή η τρίτη μεγάλη όμως( η δέκατη αν θέλετε, το ΜΙ τελος πάντων) δεν είναι ακριβώς εκεί που θέλει να την τοποθετήσει το τάστο αλλα ελάχιστα χαμηλότερα. Είναι λοιπόν ποιό φυσικό την αφήσουμε “άδεια” και να ακούσουμε τον φυσικό αρμονικό ήχο. Πολλοί τσεμπαλίστες και οργανίστες, όταν παίζουν μπαρόκ μουσική με αριθμημένο βάσιμο (Basso Continuo) κάνουν ακριβώς το ίδιο κάποιες φορές. Αφηνουν την τρίτη έξω (αν νομίζουν οτι δεν θα ακουστεί καλά με το κούρδισμα του οργάνου) και επιτρέπουν στους σολίστ-χορωδία κλπ να την τοποθετήσουν εκει που θεωρούν σωστα. Η μινόρε συγχορδία πιστεύω χρειάζεται την τρίτη μικρή για να “ακυρώσει” τον φυσικό αρμονικό. Αυτο που πάλι γίνεται είναι να την αφήνουμε έξω στην συνοδεία αν υπάρχει στην μελωδική γραμμή. Ας μην ξεχνάμε οτι ο διπλασιασμός της τρίτης είναι πολύ βασικό λάθος στην κλασσική αρμονία (με κάποιες εξαιρέσεις βέβαια, κυρίως στον 20 αιώνα). Με άλλα λόγια, ακούγεται καλύτερα σε ένα σύνολο οταν η τρίτη της συγχορδίας παίζεται μόνο απο μία φωνή/όργανο και όχι απο όλους.
Δεν ειμαι σίγουρος οτι τα λέω καλά όμως…

το βασικό πρόβλημα νομίζω προκύπτει όταν ένα συγκερασμένο όργανο (κιθάρα ή λαούτο συνήθως) συνοδεύει ένα ασυγκέραστο (ούτι, λάφτα, βιολί, λύρα, πνευστό, φωνή κλπ). τότε η συνοδεία είναι μόνο μπάσα πρώτη/πέμπτη, τα καθαρά διαστήματα.
στα ρεμπέτικα ισχύει και το πρόβλημα του διπλασιασμού της τρίτης, προτιμάω να συνοδεύω ακόμα και μπουζούκι χωρίς να παίζω μι καντίνι (που συχνά περιέχει την τρίτη του ακκόρντου) και γενικά για πιο μεσαίο ήχο.

Ενδιαφέρον θέμα.
Δεν ξέρω αν είναι θέμα αλλοίωσης της παραδοσιακής μουσικής η χρήση συγχορδιών μινόρε ή ματζόρε.
Προσωπικά και όσον αφορά το κρητικό λαούτο, πιστεύω ότι αν και το κούρδισμά του δίνει τη δυνατότητα εύκολων και γρήγορων εναλλαγών σε συγχορδίες, η δακτυλοθεσία τους τις κάνει να μην συμβαδίζουν πάντα “αρμονικά” στο αυτί με την μελωδία κάποιων τραγουδιών. Και αυτό γιατί αν π.χ. παίζεις ΜΙ μινόρε η “τελευταία” νότα που ακούγεται από την κίνηση της πένας είναι η ΣΟΛ. Οπότε προτιμάω αντί για ΜΙ - ΣΙ - ΣΟΛ, να παίζω ΜΙ - ΣΙ - ΜΙ (ομοίως με το ΡΕ - ΛΑ -ΡΕ, για να μην ακουγεται η ΦΑ).
Θεωρητικά αυτό ίσως να ερμηνεύεται με την εξήγηση που δίνει ο alk.

Πάντως, από προσωπικές εμπειρίες γνωρίζω ότι οι παλιοί λαουτιέρηδες στην κρητική μουσική δεν γνώριζαν από συγχορδίες. Η χρήση τους άρχισε να γίνεται από τα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν άρχισε να μπαίνει η κιθάρα στα κρητικά συγκροτήματα. Οι όποιες γνώσεις δηλαδή στα ακόρντα προήλθαν από τους κιθαρίστες, οι οποίοι είχαν και θεωρητικές γνώσεις.

Πολύ σωστά τα λές Αλέξανδρε. Η διαφορά μεταξύ ματζόρε κλίμακας και ραστ είναι ακριβώς στην τρίτη (και στην έβδομη, αλλά αυτή δεν υπάρχει στη βασική συγχορδία). Αν λοιπόν υπάρχει πρόβλημα, καλύτερα να μην τονιστεί η τρίτη στη συγχορδία και να αφεθεί ο σολίστας ή η χορωδία να πεί τη νότα αυτή. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί πέρσυ στο Πήλιο (Μουσικό χωριό) με το τραγούδι “Βυρωνιώτισσα” του Γρ. Ασίκη. Στη φράση “έχει κοπέλες έμορφες, ξανθούλες και μελαχροινέ ε ε ε εεεες” , στο εεες αυτό έχουμε σαφή στάση στο μι μικρή ύφεση (ουσάκ από ρε). Ο διευθυντής ορχήστρας (κιθάρες και μπουζούκια) Δημήτρης Μυστακίδης επέβαλε παύση στην ορχήστρα, στη νότα αυτή, ώστε να ακουστούν μόνο οι φωνές (και το πολίτικο λαούτο, χε χε!).

Μην το παρακάνουμε όμως! Ειδικά στα συγκερασμένα πειραιώτικα κλπ. δεν είναι και έγκλημα καθοσιώσεως να ακουστεί και η τρίτη, μπορεί μάλιστα και να επιβάλλεται. Στα παραδοσιακά όμως, οι παλαιοί τεμπίστες (λαούτο) απέφευγαν τους κρίσιμους αυτούς φθόγγους.

Πολύ ενδιαφέρον κύριε Νίκο. Να ρωτήσω κάτι με σχετικά με τους μπερντέδες: Αν έχετε οργανώσει τους μπερντέδες για μια συγκεκριμένη κλίμακα και αργότερα αποφασίσετε να παίξετε το κομμάτι απο άλλη τονικότητα, θα πρέπει να μετακινήσετε τους μπερντέδες; Με άλλα λόγια, η θέση των μπερντέδων επιρρεαζεται και απο την τονικότητα ή μόνο απο τον δρόμο;

Ως μη εγγράμματος μουσικά (διαβάζω κάποιες νότες και μέχρι εκεί) είχα παρατηρήσει όποτε χρησιμοποιούσα το τετράχορδο μπουζούκι σαν συνοδευτικό όργανο (επιτρέπεται οι φανατικοί τρίχορδοι να αστειευθούν άλλη μία φορά…) σε κάποιον άλλο σολίστα, ότι ανάλογα με το τραγούδι προτιμούσα να χρησιμοποιώ διαφορετικές “αναστροφές” (δηλαδή η κύρια νότα της συγχορδίας στο καντίνι ή την δεύτερη ή την τρίτη χορδή) για καλύτερο κατά την δική μου αισθητική ακουστικό αποτέλεσμα. Προφανώς με τον τρόπο εμφανίζονταν κάποιες νότες της συγχορδίας ενώ κάποιες άλλες δεν υπήρχαν. Με το τρίχορδο είχα χάσει αυτή την δυνατότητα λόγω φυσικής αδυναμίας να χειρισθώ κάποιες αναστροφές που απαιτούσαν εξαιρετικά δάκτυλα (κοντά στο μάνικο), κάτι που το ξανακέρδισα και το κάνω ασυναίσθητα με το μπαγλαμαδάκι.

Θεωρώ ότι κάποιοι δρόμοι που έχουν μεταφερθεί στο συγκερασμένο μουσικό σύστημα, πραγματικά εμφανίζουν μέσω αυτής της αισθητικής σύγκρουσης, την ανατολίτικη τους προέλευση.

Τώρα ποιοί δρόμοι, με ποιές νότες σε κάθε συγχορδία κλπ είναι καλύτερα παιγμένοι, δεν μπορώ να αποφανθώ αλλά περιμένω με αγωνία τις προτάσεις αν υπάρχουν από τους μουσικούς!

Έγραφα όσο απαντούσε ο Ν. Πολιτης που έθεσε το θέμα στην βάση αυτή.

Αναστροφή δεν είναι αυτό;; Αν μιλάμε και για κύριες βαθμίδες, Ά αναστροφή. Αντί να παίξεις δηλαδή την ΜΙ για παράδειγμα παίζεις Ά αναστροφή της ΣΟΛ. ΜΙ-ΣΙ-ΜΙ. Έ;;; Το πιάνω καλά ή μπα;;

όταν λείπει η τρίτη, δεν λέγεται αναστροφή. η συγχορδία βρίσκεται σε ευθεία θέση με την τονική στο μπάσο. όταν στο μπάσο έχουμε την τρίτη είναι α’ αναστροφή, με την πέμπτη είναι β’ αναστροφή, η έβδομη γ’ αναστροφη κ.ο.κ.

Σωστός Νικόλα. Γράψε άκυρο. Σύγχηση έχει πάθει η αρμονία στο κεφάλι μου. Το κατάλαβα. Βιάστηκα πιο πρίν.

Κατ’ αρχήν, οι αναστροφές είναι 3 (α’,β’ και γ’). Δεν υπάρχει …“κ.ο.κ.”

Στην ηπειρώτικη μουσική υπάρχουν συγχορδίες χωρίς 3η. Οι νότες της κλίμακας είναι ρε-μι-σολ-λα-σι-ρε. Είναι ακαθόριστη, με κλήση προς την μείζονα, μιας και υπάρχει το σι φυσικό.
Μυρολόγια είναι συνήθως γραμμένα σε αυτή την κλίμακα.

κι από μένα μετάνοιες, mea culpa, αυτομαστιγώματα κλπ:
πέρα από τις αναστροφές που με διόρθωσε ο δημήτρης ν., λέμε ευθεία κατάσταση και όχι θέση.

Αντε λίγο λίγο θα γράψουμε βιβλίο αρμονίας. Αναστροφές υπάρχουν όσες και νότες της συγχορδίας. Δηλαδή αν η συγχορδία μας είναι πλήρης και έχει και 7η και 9η(λέμε τώρα) θα μπρορούσε να έχει και τέταρτη αναστροφή.
Στο αριθμημένο βάσιμο, οι αριθμοί τους είναι οι εξής : Ευθεία κατάσταση 5(ή τίποτα), Πρώτη αναστροφή 6(ή 6/3)Δεύτερη αναστροφή 6/4
Στις συγχορδίες με έβδομη είναι διαφορετικά: Ευθεία κατάσταση 7, Πρώτη αναστροφή 6/5 Δεύτερη αναστροφή 4/3 και Τρίτη αναστροφή 2
Αυτός είναι ένα κώδικάς που, ουσιαστικά μας λέει τα διαστήματα απο την νότα που βλέπουμε στο μπάσσο της παρτιτούρας που θα πρέπει να μετρήσουμε για να σχηματίσουμε την συγχορδία, πάντα σύμφωνα με τον οπλισμό. Εντάξει, τώρα βγήκαμε εκτος θέματος εντελώς…

Θα ανακινήσω αυτό το θέμα που είναι ενός χρόνου παλιό, γιατί ενώ σε κάποια σημεία έχω την άποψή μου, σε άλλα δεν έχω καμία και προσπαθώ να διαμορφώσω.

Υπάρχει ένας γενικός κανόνας ότι η συγχορδιακή συνοδεία είναι άγνωστη στην παραδοσιακή μουσική. Εννοώ αυτό που θα παίξει λ.χ. η κιθάρα στα ρεμπέτικα. Αυτός ο κανόνας προέρχεται από πουρίστες, που είναι περισσότερο θεωρητικοί ή οπαδοί και λιγότερο μουσικοί. Φυσικά δεν τον έβγαλαν από το κεφάλι τους: υπήρχε όντως τέτοια πρακτική στην παραδοσιακή μουσική, από πάντα μέχρι κάποια στιγμή που άρχισε να αλλάζει. Η αλλαγή ήρθε πράγματι από τους κιθαρίστες, από δυτικές επιρροές, και γενικά απ’ έξω.
Τώρα, ένα ζήτημα είναι το εξής: ό,τι έρχεται απ’ έξω, μέχρι ποιο σημείο αποτελεί ένα γόνιμο μπόλι και πότε συνιστά αλλοίωση;
Μπορεί κανείς να απαντήσει συναισθηματικά-ιδεολογικά (είμαι υπέρ του τάδε παιξίματος -αυτό που συνήθως γίνεται όταν τσακωνόμαστε για το 3χορδο και το 4χορδο μπουζούκι), ή βάσει αισθητικής (που φυσικά είναι υποκειμενική), ή ιστορικά (η τάδε καινοτομία καθιερώθηκε, άρα είναι αποδεκτή).

Στην πράξη, υπάρχουν και σήμερα ακόμη περιοχές όπου στη δημοτική μουσική όχι απλώς δε χρησιμοποιούνται τρίφωνες ή παραπάνω συγχορδίες αλλά μόνο δίφωνες (π.χ. ρε-λα), αλλά και ακόμη «χειρότερα»: μονόφωνες συγχορδίες (ρε-ρε-ρε), σπάνιες έως και καθόλου αλλαγές συγχορδίας, ακόμη και συγχορδίες με τέταρτη αντί πέμπτης (π.χ. λα-ρε ως συνοδεία της νότας λα σε κλίμακες με τονική λα). Ή και περιοχές όπου δεν υπάρχει τίποτε που έστω και χαλαρά να μπορεί να θεωρηθεί συγχορδία: απλώς το λαούτο ή το όποιο αντίστοιχο όργανο παίζει τη μελωδία μαζί με το κύριο. Ή ακόμη μια άλλη πρακτική: το λαούτο να παίζει μια απλοποιημένη εκδοχή της μελωδίας στη μία χορδή, βαρώντας ταυτόχρονα ορισμένες από τις υπόλοιπες ανοιχτά και πνίγοντας κάποιες άλλες, σε συνδυασμούς που αλλάζουν ανάλογα με τη νότα της μελωδίας.
Όλα αυτά συνιστούν επιβιώματα από τον καιρό που η «ξένη» μουσική δεν είχε επιδράσει ιδιαίτερα στη δημοτική. Προσωπικά προτιμώ αυτή την αισθητική. Αν προσπαθήσω να είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ, μάλλον θα πρέπει να ομολογήσω ότι η προτίμησή μου είναι ιδεολογικής-συναισθηματικής προέλευσης.

Παράλληλα, υπάρχουν άλλες περιοχές όπου το λαούτο παίζεται με πλήρως κιθαριστικό, ουσιαστικά, τρόπο: συγχορδίες τουλάχιστον τρίφωνες αν όχι και με εβδόμη ή ντιμινουΐτες, συχνές αλλαγές που ακολουθούν βήμα-βήμα τη μελωδία, μπασογραμμές-γέφυρες, πενιές τύπου «θέση στη θεμέλια νότα της συγχορδίας - άρση σε όλες μαζί τις χορδές» κλπ.
Και, τέλος, περιοχές όπου όλα αυτά συνυπάρχουν σε διαφορετικούς παίχτες ή συνδυάζονται ακόμη και από τους ίδιους παίχτες.

Προχείρως η εικόνα μου είναι ότι στην Κρήτη και σε αρκετά από τα 12νησα επικρατούν οι παλαιινές πρακτικές. Στις Κυκλάδες στο πανηγύρι θα ακούσουμε πολύ περισσότερο τις σύγχρονες, αλλά μεταξύ των πραγματικών φορέων της παράδοσης -δηλαδή των ερασιτεχνών που παίζουν για την παρέα σε αυθόρμητα γλέντια- βρίσκουμε και τις παλιές να είναι ακόμη ζωντανές, και να δίνουν το ιδιαίτερο ύφος του κάθε νησιού. Π.χ. το σιφναίικο ή το θερμιώτικο λαούτο έχουν εντελώς ιδιαίτερο ύφος, ενώ στη Νάξο (πατρίδα της πλειοψηφίας των μεγάλων αστέρων του επαγγελματικού νησιώτικου), αλλά και στην Άνδρο, ακόμη και οι ερασιτέχνες παίζουν ένα πολύ πιο σύγχρονο, ομογενοποιημένο ύφος. Δηλαδή πιο κιθαριστικό. Αυτό για κάποιους συνιστά αλλοίωση. Κι εγώ αλλοίωση το θεωρώ, όμως εγώ είμαι απέξω. Αυτοί που το «αλλοίωσαν» είναι αυτοί που πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο: οι ίδιοι οι ντόπιοι μουσικοί.

Για όποιον πάντως αναζητεί το «καθαρό», παλιό παίξιμο, στα περισσότερα νησιά αυτό κάπου υπάρχει, έστω και όχι σε πρώτο πλάνο. Μπορεί να το βρει και να το μελετήσει.

Περνώντας όμως στη στεριά, στην επικράτεια του κλαρίνου, τα πράγματα αλλάζουν. Εδώ το αρμονικό, σύνθετο, εντελώς δυτικότρπης αφετηρίας παίξιμο, έχει ζυμωθεί για τα καλά με την ντόπια μουσική. Το τσάμικο με ουδέτερες και λίγες συγχορδίες δεν είναι τσάμικο. Τη στεριανή μουσική (Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά, Πελοπόννησο) έχω αρχίσει πρόσφατα να τη μαθαίνω, και δεν είμαι ακόμη σε θέση να κάνω λεπτές μουσικογεωγραφικές διακρίσεις. Ωστόσο μένω μέχρι στιγμής με την αίσθηση ότι το «παλαιό» παιξιμο λαούτου, με «λίγα», δεν υπάρχει πουθενά. Συνεπώς όποιος προσπαθήσει να το ανασυστήσει δε θα είναι πλέον παραδοσιακός, θα είναι απλώς βασιλικότερος του βασιλέως. Και πιθανότατα και βαρετός παίχτης.
Στα νησιά βρίσκει κανείς δυνατούς λαουτιέρηδες της παλιάς σχολής που παίζουν λίγα και καλά: μπορεί επί ένα ολόκληρο κομμάτι να μην αλλάξουν ούτε πάτημα ούτε πενιά, και να παίζουν παρά ταύτα συναρπαστικά. Στα ηπειρωτικά μέρη δεν έχω υπόψη μου να υπάρχει κάτι τέτοιο. Ακόμη και σε παλιές ηχογραφήσεις, αυτοί που παίζουν λίγα και καλά σπανίζουν: έχει μερικούς που παίζουν λίγα απλώς επειδή δεν είναι καλοί, και άλλους που παίζουν πολλά (εννοώ συγχορδίες, μπασογραμμές κλπ.) και είτε είναι καλοί είτε όχι.
Τείνω λοιπόν να πιστέψω ότι για να συνοδέψει κανείς κλαρίνο πρέπει να απαρνηθεί τον τυχόν αντιευρωπαϊσμό του. Να πεισθεί να αγαπήσει τα ματζορομίνορα, ακόμη και τις ντιμινουΐτες, και από κει και πέρα να προσπαθήσει μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο να παραμείνει καλαίσθητος και μακριά από φλυαρίες.
Αυτή είναι η εσωτερική μου διαπάλη…:112:

Ως προς μια άλλη πτυχή που εθίγη, τη συνεργασία συγκερασμένων και ασυγκέραστων οργάνων: πιστεύω ότι δύο όργανα με σφώς διαφορετικό ηχόχρωμα, π.χ. βιολί-λαούτο ή φωνή-οποιοδήποτε νυκτό, δεν υπάρχει πρόβλημα να παίζουν διαφορετικά διαστήματα. Κατά παράδοση σε ελάχιστα μέρη παίζονταν μόνο όργανα που είτε να έχουν ακριβώς τους ίδιους περιορισμούς (π.χ. όλο συγκερασμένα) είτε να μην έχουν καθόλου περιορισμούς (π.χ. όλο άταστα). Κλαρίνο με λαούτο, λύρα με λαούτο, λύρα με τσαμπούνα ή με γκάιντα, βιολί με σαντούρι κλπ. είναι υποχρεωμένα να παίζουν διαφορετικά διαστήματα και αυτό ποτέ δεν ήταν πρόβλημα. Αν όμως το ηχόχρωμα μοιάζει, τότε πρέπει και τα διαστήματα να μοιάζουν. Αν λ.χ. φτιάξει κάποιος ένα μπουζούκι με μόρια (όχι σπάνιο στις μέρες μας) η συνοδεία με κιθάρα θα πρέπει να τεθεί σε νέα βάση.

Πάρα πολύ ενδιαφέρον το θέμα που θέτει ο Περικλής. Θα προσπαθήσω να προσθέσω και εγώ τη δική μου θέση, αν και βεβαίως, παίζοντας μόνο σολιστικά όργανα (μπουζούκι παλαιότερα και πολίτικο λαούτο σήμερα) το θέμα των συγχορδιών δεν με έχει απασχολήσει στο βαθμό που προβληματίζει τον Περικλή. Όμως επειδή με ενοχλεί πάρα πολύ η σημερινή τακτική πολλών κιθαριστών, που συνοδεύουν με τρόπο ακόμα και τζαζίστικο (αλλαγή συγχορδίας σε κάθε νότα, αν είναι εφικτό, με χρήση έκτης, έβδομης, ένατης κλπ.) έχω και εγώ απόψεις πολύ κοντά σε εκείνες του Περικλή. Δέχομαι μόνο περιορισμένα κάποιες μπασογραμμές.

Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να ασχοληθεί μεθοδικά κάποιος με την εξέλιξη της συνοδευτικής πρακτικής στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Αυτό δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα παρά μόνο από έναν, όσο τουλάχιστον εγώ γνωρίζω: Ο Risto Pekka Pennanen έχει ασχοληθεί με το θέμα: Development, interpretation and change of Dromos Houzam in greek rebetika music (1995) και πιο διεξοδικά, “The development of chordal harmony in greek rebetika and laika music, 1930s to 1960s” (1997). Βέβαια, ο Πένανεν πραγματεύεται μόνο την αστική λαϊκή πλευρά αλλά είναι μια κάποια αρχή, που δείχνει περίπου πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα.

Νομίζω και εγώ ότι η “στεριανή” συνοδεία είναι πιο “προχωρημένη” από τη νησιώτικη, ειδικά κάπιοιων περιοχών. Μάλιστα, στα “σκυλοδημοτικά” η (ηλεκτρική βεβαίως) κιθάρα έχει πλέον φτάσει να μην παίζει μόνο συγχορδίες αλλά αυτό το ανεκδιήγητο “μπάσο κοντίνοο” που τα χαρακτηρίζει, κυρίως τα τσάμικα. Τη διαφοροποίηση αυτή την είχε εντοπίσει και ο Καράς και φώναζε πάντα, να μην γίνονται πλούσιες συγχορδίες. Επέτρεπε μόνο αυτό που ο ίδιος έλεγε “ετεροφωνία”, δηλαδή την μελωδικά διαφοροποιημένη από τη φωνή συνοδεία σε διαφορετικών φθόγγων μελωδία. Μακάρι να βρεθεί κάποιος να ασχοληθεί με το ενδιαφέρον αυτό θέμα.

Πως αποφασίστηκε ότι το πολίτικο λαούτο είναι σολίστικο; Δε θα ήταν λογικό να παίζεται με την παραδοσιακή (μη στεριανή) τεχνική του λαούτου που περιγράφει ο Περικλής μαζί με λύρα;

Το πολίτικο λαούτο ήταν για αρκετούς αιώνες το βασικό νυκτό σολιστικό όργανο στις ορχήστρες ince saz (λεπτών οργάνων μεταφράστηκε) στους μεϋχανέδες της Κων/λης. Μόνο κατά το τέλος του 19ου αιώνα υποκαταστάθηκε σταδιακά από το ούτι, το οποίο αποδείχτηκε πιο κατάλληλο (λόγω έλλειψης προκαθορισμένων σημείων για την παραγωγή των διαστημάτων) για τις μετατροπίες σε διαφορετική τονική, που άρχισαν σιγά σιγά να εφαρμόζονται και στην ανατολική μουσική. Αλλοιώς, η επιθυμία κάποιου χανεντέ (τραγουδιστή) για επιλογή χαμηλότερης ή υψηλότερης τονικής θα απαιτούσε χρονοβόρες μετακινήσεις μπερντέδων. Συνοδεία παρεμφερής με εκείνην της κιθάρας δεν προβλεπόταν σε αυτές τις ορχήστρες.

Είναι όργανο της λόγιας πολίτικης ορχήστρας, στην οποία υπάρχει αυστηρή μονοφωνία -πιο αυστηρή απ’ ό,τι στην ελληνική δημοτική μουσική. Αν το όργανο έχει και κάποιο λαϊκό παρελθόν, δεν έχει φτάσει ως τις μέρες μας. Παρά ταύτα υπάρχει ηχογράφηση του Ταμπουρί Τζεμίλ να παίζει στη λύρα το «Μυστήριο» με συνοδεία λάφτας σ’ αυτό το στιλ που λέμε.

Ναι, αλλά αυτό στον 20όν αιώνα πλέον.

Ταυτόχρονα γράφαμε!

Μιας και το ‘φερε η κουβέντα, φαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις και το ούτι (ως λαϊκό όργανο) έπαιζε αυτού του είδους τη ρυθμική συνοδεία. Το έχω ακούσει σε καταγραφές του Σ. Καρά από Ανατολικοθρακιώτες: μια απλή συγχορδία (δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσω, μέσα σ’ όλα τα όργανα, αν είναι ματζορομίνορη ή ουδέτερη αλλά νομίζω ουδέτερη) που δεν αλλάζει καθ’ όλη τη διάρκεια του κομματιού.