Άμα είναι να διυλίσουμε τον κούνουπα, ας αναρωτηθούμε και για το άλλο:
Το λόγιο ρήμα «βαίνω» (που έτσι κι αλλιώς δεν είναι ταυτόσημο του «περπατώ»), ποιος ομιλητής, είτε λόγιος είτε λαϊκός, σκέφτηκε ποτέ να το συνδυάσει με το λαϊκό επίρρημα «κουτσά»;
Όχι πως είναι εντελώς απίθανο. Έχουν συμβεί τέτοιες γλωσσικές μίξεις:
Η θρυλική έγγραφη αναφορά του ανθυπαστυνόμου Ιωάννη Πετράκη στις 7 Απριλίου του 1923, ύστερα από καταδίωξη ληστών οι οποίοι διέφυγαν:
Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά λίμνην της Δοϊράνης εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε “σταθήτε ρε πούστηδες, γαμώ το σταυρό σας” και απαντησάντων "Κλάστε μας τα αρχίδια”, απέδρασαν.
…, αλλά μεμονωμένα. Εδώ μιλάμε για φράση η οποία, για να μπορέσει να οδηγήσει στη δημιουργία λέξης («κουτσαβάκης») η οποία καθιερώθηκε, θα πρέπει να λεγόταν ταχτικά. Δηλαδή δεχόμαστε ότι οι άνθρωποι έλεγαν συχνά «τον βλέπεις αυτόν που κουτσά βαίνει;» ή «γιατί κουτσά βαίνεις, χτύπησες;».
Πάντως, χωρίς να προβούμε σε ακρότητες όπως το άνοιγμα βιβλίων, υπάρχουν και τα ονλάιν λεξικά. Το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη λέει:
κουτσαβάκης ο [kutsavákis] : τύπος μάγκα της παλιάς Aθήνας.
[ανθρωπων. Κουτσαβάκης (όν. γνωστού μάγκα του 19ου αι.) < (;)]
Ας πούμε ότι μπορεί να πέφτει έξω στο ότι η λέξη προήλθε από το όνομα συγκεκριμένου ανθρώπου. Και το λεξικό άνθρωποι το έγραψαν, και τα λάθη είναι ανθρώπινα. Αλλά θα πρέπει και το όνομα του ανθρώπου να βγαίνει από κάπου, και εδώ το λεξικό είναι πολύ σαφές:
< (;)]
Για όποιον δεν κατάλαβε, δεν είναι εμότικον. Είναι ετυμολογική πληροφορία. Η γωνιώδης αγκύλη < σημαίνει «βγαίνει από», και το ερωτηματικό εντός παρενθέσεως σημαίνει «δεν ξέρουμε».
Ένα από τα πλέον έγκριτα λεξικά σήμερα δηλώνει ότι αδυνατεί να ετυμολογήσει τη λέξη «Κουτσαβάκης» έστω και ως επώνυμο, αλλά εμείς ξέρουμε: από το κουτσά + βαίνω (πού να το σκεφτούν οι λεξικογράφοι! σιγά μην ήξεραν να το γκουγκλάρουν!).