Πέτυχα αυτό το άρθρο για τον Μαρκο σε ένα νέο διαδυκτιακό περιοδικό το “ΚΑΤΙΟΥΣΑ”.
Είναι κείμενο από το βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου «Μαύρα μάτια: Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905 – 1920»
Το κείμενο είναι του Θωμά Κοροβίνη, όπως αναφέρει και το περιοδικό, και ο Ελευθερίου το έχει προτάξει στο βιβλίο του, αμέσως μετά τον πρόλογο. Η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου είναι εκπληκτική.
ΚΟΥΙΖ: Πόσο καλά τα πας με την ρεμπέτικη αργκό του Βαμβακάρη;
[i][b]14 λέξεις βγαλμένες από τις πιο χαρμανιασμένες γωνιές των τεκέδων.
[/b][/i]Χαρμανιασμένες;;
Μήπως ο συντάκτης δεν τα πάει και τόσο καλά με τη ρεμπέτικη αργκό; (Που τέλος πάντων η λέξη λέγεται και σήμερα, και όχι απλώς δεν έχει αλλάξει σημασία αλλά έχει ξεφύγει και από τους κλειστούς κύκλους - όλοι οι καπνιστές τσιγάρου την ξέρουν.)
Δεν περιλαμβάνει τη λέξη “στις 14” της βαμβακαρικής αργκό, πάντως.
Μάλλον την έβαλε ως κράχτη, για το φιλοαναγνωστικό κοινό.
Εγώ έχω μια άλλη ένσταση, στο προκείμενο, που είναι ότι οι λέξεις που σταχυολογήθηκαν δεν έχουν - στην πλειονότητά τους - σχέση με τεκέδες και χαρμάνια, αλλά είπαμε, ο κράχτης…
«Η ημιμάθεια χειροτέρα της αμαθείας» έλεγαν οι δάσκαλοι στα σχολεία της εποχής μου και, φυσικά, είχαν δίκιο. «Γιαλάνι μου» λέει πράγματι η Κορίνα (ο Μάρκος όμως αλάνι ή, αλάνη). Πρέπει να είναι χαρακτηριστική εκφορά βορείων ιδιωμάτων, η κοπέλλα ήταν Σαλονικιά βέβαια. Χαρακτηριστικότατη και η (Πολίτισσα!) Ρόζα σε αυτόν τον ιδιωματισμό: «δεν τρώγω κρύγιες ματσαράγκες» (Λιλή αλανιάρα), «κι η γιαγάπη μου τον καρσιλαμά χορεύει» (Δημητρούλα) και πάρα πολλά ακόμα, παρόμοια. Αυτή ήταν η προφορά της και το στούντιο δεν ήταν βέβαια χώρος εξετάσεων για σχολές ηθοποιΐας….
Επίσης: «Χάσικο», λέει, είναι «είδος ψωμιού». Χάσικο είναι, απλά και μόνο, το αγνό, ανόθευτο, καλό και χορταστικό ψωμί. Το όποιο ψωμί, όσον αφορά το είδος (την εποχή του Μάρκου υπήρχαν μόνο δύο είδη ψωμιού στο εμπόριο: το μαύρο και το άσπρο). Όπως και τα χάσικα χαστούκια δηλαδή, που κολλάνε χορταστικά στα μπαγάσικα παιδιά της γειτονιάς.
Αφού επαναλάβω ότι αδίκως, κατά τη γνώμη μου, τους γλωσσοφάγαμε τους ανθρώπους (και με δική μου συνυπαιτιότητα), να εκφράσω την έκπληξή μου για το χάσικο:
Πράγματι, αυτό που λέει ο Νίκος σημαίνει. Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι σήμαινε κάτι πιο συγκεκριμένο, «ψωμί από χάσικο αλεύρι δηλαδή με τόσο % στάρι».
Πράγματι, κι η γιαγιά μου η Πολίτισσα (για την ακρίβεια πολιτοθρεμμένη - από την Οδησσό ήταν) έτσι πρόφερε, αλλά μέχρις ενός σημείου. Έλεγε τρώγω, να φάγω, ρολόγι (αλλά κι εμείς λέμε έτρωγα, έφαγα, ρολόγια). Εντελώς ανύπαρκτα γ όμως δεν τη θυμάμαι να βάζει. [i]Κρυγιό /i, η γι-όρνιθα, οι γι-άντρες, τα λένε στην Κρήτη.
Και κάτι ακόμα, μιας και αναφέρονται και Κύπρος και Κρήτη: δεν έχω υπόψη μου να έχει γίνει καμμία συγκριτική γλωσσολογική μελέτη για τις περιοχές αυτές, όμως συχνά μου δημιουργείται η εντύπωση ύπαρξης «αερογέφυρας» μεταξύ Πόντου και Κύπρου / Κρήτης.