Δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι κάποιος “είχε ένα μπουζουκάκι κρεμασμένο στο μαγαζάκι του, και το έπιανε να ‘γρατσουνίσει’”. Είναι, πιστεύω, ότι την ώρα που αυτός έκανε τη δουλειά του, περνούσε από το μαγαζάκι ο χ ή ο ψ ανώνυμος, για να πούνε καμιά κουβέντα, να σχολιάσουνε τα τρέχοντα, και επί τη ευκαιρία να ξεκρεμάσει το όργανο και να παίξει έναν σκοπό.
Και μάλιστα, ακριβώς <<να προσπαθήσει να παίξει εκείνα που είχε ακούσει από αυτούς που τα είχε ακούσει>>. Υποθέτοντας τώρα μιά τέτοια κατάσταση, όπου δισκογραφία δεν υφίσταται καν, ερχόμαστε ακριβώς στον τρόπο της παραγωγής και αναπαραγωγής της λαϊκής μουσικής, όπου κατά βάση ο μουσικός παίζει αυτό που έχει ακούσει από άλλους, και παίζοντας το παραλλάζει και το συμπληρώνει. Αυτό όμως δεν είναι “μάγκικο” προνόμιο, και κυρίως δεν είναι προνόμιο κανενός μάγκα με σειρήτια.
Στα όσα γράφεις περί μαγκιάς και μάγκα, βρίσκω σημεία ενδιαφέροντα. Όμως στην συνολική αντίληψη που προκύπτει διαβλέπω, ας μου επιτραπεί να εκφραστώ έτσι χωρίς παρεξήγηση, μια ορισμένη “παθογένεια” η οποία αναπτύχθηκε και μέσα στον ίδιο τον κόσμο της “μαγκιάς”, κατά την οποία υποτίθεται ότι έπρεπε να τηρηθεί ένα είδος κώδικα ιεραρχίας, προαγωγών, περίπλοκων κανονισμών κλπ κλπ βάσει του οποίου θα μπορούσε να κατέχει κανείς τον τίτλο, τίτλο “ευγενείας” όπως γράφεις, του μάγκα και των λοιπών υποδιαρέσεων.
Ελπίζοντας πως δεν είναι “ακραία” υπόθεση αυτή, θεωρώ πως η παθογένεια αυτή, υποβόσκουσα ήδη από την εποχή των συντεχνιών και των κανονισμών τους, έφτασε στο αποκορύφωμά της στο τέλος αυτής ακριβώς της ιστορικής περιόδου, δηλαδή στην περίοδο που εμφανίζεται το ρεμπέτικο όπως το γνωρίζουμε, όταν οι συντεχνίες διαλύονταν σαν μορφή οικονομικής συγκρότησης, πλην όμως οι κανονισμοί τους παρέμεναν σε ισχύ “ηθικά”, χωρίς όμως ουσιαστικό αντικείμενο πλέον. Κι αν προβάλει κανείς αυτές τις σχέσεις στον ιδιόμορφο κόσμο της “μαγκιάς” κλπ (ίσως να είμαι ακριβής αν πω: στις συντεχνίες της μαγκιάς), τότε είναι εύκολο να προκύψουν πλήθος από στρεβλώσεις και “παθογένειες”
.
Το ότι λοιπόν απέναντι σε όλη αυτή την παθογένεια το “ρεμπέτικο” αντέταξε (όχι οπωσδήποτε “ρητά” αλλά με το ήθος του, παρά τις όποιες αντιφάσεις) ένα ανθρώπινο μέτρο, μέτρο άπιαστο για όποιον ψάχνει τη “μαγκιά” σε τίτλους και σε ιεραρχίες, αυτό το μέτρο που αρκετά αργότερα έγινε στίχος: φιλότιμο, δερβίσης, καλή καρδιά κι ωραίες εξηγήσεις, το γεγονός αυτό λοιπόν είναι που με κάνει να λέω ότι τελικά δεν “ηγεμόνευσε” η “μαγκιά” πάνω στο “ρεμπέτικο”, αλλά το αντίστροφο.
Κι ας απομένει η μορφή του “ρεμπέτη” ως η μορφή του ανθρώπου εκείνου που δεν είχε τις αβάντες για να “περνάει” παντού και πάντοτε σαν ο μάγκας της υπόθεσης…
Επ’ αυτού μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει και τραγούδια, σαν παραδείγματα, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπαίνω στον πειρασμό.
Δεν συμφωνώ επίσης, ότι <<μουσικοί απίστευτου ταλέντου και μουσικής καλλιέργειας, όπως ο Παπάζογλου και ο Γιουβάν Τσαούς, “ηγεμονεύτηκαν” και έγραψαν τραγούδια διαφορετικά από αυτά που υπαγόρευε η δική τους ‘κουλτούρα’>>. Αφενός δεν πιστεύω ότι έγραψαν τίποτα έξω από τη δική τους κουλτούρα. Δεύτερον, δεν είναι το θέμα αν είχαν “μάγκικα” θέματα. Το θέμα είναι ότι και αυτά τα θέματα τα πραγματεύτηκαν (στιχουργικά και μουσικά) με ένα μέτρο που προσγειώνει και τη “μαγκιά” σε ένα γενικότερο ανθρώπινο έδαφος, στο έδαφος του ανθρώπου που πάσχει - όχι βέβαια με την ιατρική αλλά με την κοινωνική έννοια, έστω κι αν αυτή εκφράζεται και σαν ψυχικό και ηθικό πάθος.
Σε ό,τι αφορά τον Παπάζογλου αυτή τη “γραμμή” ακολουθεί και στα πιο “μάγκικα” θέματά του, λχ “σαν εγύριζα απ’ την Πύλο”, “αργιλέ μου παινεμένε”, και όταν “γυρίζει την πλάτη” στη “μαγκιά” με τον “ξεμάγκα”.
Ζητώ συγγνώμην για την τόση χρησιμοποίηση των “εισαγωγικών” στη γραφή, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά.
Δεν είναι ζήτημα θεματολογίας, δεν βγαίνει αποκλειστικά από τη θεματολογία συμπέρασμα, συμπέρασμα βγαίνει από το χειρισμό της θεματολογίας και, ξαναλέω, από το ήθος με το οποίο τη διαπότισε ο δημιουργός του λαϊκού - ρεμπέτικου τραγουδιού. Και από αυτό το ήθος, εγώ θα συμπέραινα, ότι ο Παπάζογλου δεν “ηγεμονεύτηκε” από τη μαγκιά και τους μάγκες που τραγούδησε, αλλά από το “παιδί του δρόμου” που το 'κανε τραγούδι αν και δεν είχε κανένα τίτλο ευγενείας.
Και για τον Γιοβάν Τσαούς, το πρώτο τραγούδι που μου 'ρχεται στο μυαλό, οι “5 μάγκες του Περαία”, για μάγκες μιλάει βέβαια, αλλά για μάγκες που τρώνε πόρτα από τον νεοδιορισθέντα τιμητή της μαγκιάς και των τίτλων της, τον τεκετζή που τους κατατάσσει κάπου μεταξύ κορτάκηδων, πιτσιρικάδων και πρεζάκηδων.
Αν το πάω παραπέρα, υποκύπτοντας στον πειρασμό που παραπάνω απέφυγα, τη σχέση του ρεμπέτικου με την “μαγκιά”, την “ιεραρχία” της (την ίδια “ιεραρχία” που έστειλε τους άλλους στο “κουνελάκι” και στη σπηλιά με κουρελού) και τους “κανονισμούς” της την αποτυπώνουν και την καταγράφουν τραγούδια όπως “που ναι τα χρόνια τα παλιά” (του Γαβαλά με το Ρούκουνα: τώρα βγήκανε οι μάγκες όλο τρίχες ματσαράγκες), “Νέοι χασικλήδες (έμαθα πως είσαι μάγκας)” (με το Νταλγκά), τραγούδια σαν το “Μανώλη το χασικλή” (του Ογδοντάκη, για το Μανώλη που πιάστηκε κορόιδο κι έσπασε τον αργιλέ): Και πάλι το θέμα εδώ δεν είναι ο στίχος “είμαι φίνος μάγκας”. Το θέμα είναι η αμφισβήτηση της μαγκιάς από την υποτιθέμενη ιεραρχία της. Κι επίσης του Ογδοντάκη: “ο πιτσιρίκος”, που έχοντας κάνει (ο χαρχαλάς) το ίδιο ατόπημα τα βάζει με όλη τη μαγκιά (προσωποποιημένη στο πρόσωπο του τεκετζή): ο πιτσιρίκος είμαι γω, θαρρείς πως θα σε φοβηθώ, σαν θέλεις αίμα για να πιεις, έλα για να μ’ εκδικηθείς.
Από τα παραπάνω εγώ βγάζω το συμπέρασμα, ότι το ρεμπέτικο όχι μόνο δεν “ηγεμονεύτηκε” από τη “μαγκιά”, αλλά και την χλεύασε, και ήρθε και σε αντίθεση μαζί της. Και “ηγεμόνευσε” πάνω της, αν το ψάχνει κανείς έτσι, παίρνοντας το μέρος του κάθε πιτσιρίκου απέναντι σε έναν εχθρικό κόσμο, που τι άλλο ήταν αν όχι ένας κόσμος μαγκιάς που ‘σταζε από τα πατζάκια…
Δεν έχει νομίζω νόημα, να πει κανείς ότι τελικά ο αληθνός μάγκας ήταν ο πιτσιρίκος ενώ οι άλλοι, παρά τους τίτλους ευγενείας, ήταν “μαγκαφάδες”. Στην τελική αυτοί ήταν που "τραβούσαν την κουμπουριά και σ’ όλα τα παιχνίδια μέσα φωνάζαν τη μαγκιά".
Οι άλλοι, οι αιωνίως πιτσιρικάδες, τραβήχτηκαν μια ζωή, με πάθος ατελείωτο και δάκρυα που τρέχαν σαν τη σιγανή βροχή.
ΥΓ Τα παραπάνω κατά τη γνώμη μου είναι ουσιωδέστερα, από το να έμπαινα σε συζήτηση του στυλ γιατί κατά τη γνώμη σου η ιδιότητα κάποιου λχ ως “λαχανά” ή ως “κοχλαράκια” τον κατατάσσει καθεαυτή στην κατηγορία της μαγκιάς, ή ακόμα περισσότερο στην κατηγορία των τελευταίων παραγωγών του λαΪκού πολιτισμού στην Ελλάδα.
ΥΓ2 Φυσικά τα παραπάνω, επίσης, δεν είναι σε θέση να αποτελέσουν την οπτική γωνία από την οποία μπορεί να οριστεί τι είναι το ρεμπέτικο και ποια η προέλευσή του. Διατυπώνονται απλώς σαν αντίλογος (που και πάλι δεν είναι σε θέση να έχει “οριστικές” διαστάσεις σαν τέτοιος) στην οπτική γωνία που θέτεις σαν “οριστική”.
Αν΄το θέμα ήταν απλώς η οπτική γωνία από την οποία μπορεί να συναχθεί ένας ορισμός για το ρεμπέτικο όπως μας είναι γνωστό και την προέλευσή του, τότε θα έμενα στο πεζότερο και λιγότερο “φιλόδοξο”: Τραγούδια του μαχαλά με τη μορφή, την εξέλιξη και τα όρια που τους έδωσε το πέρασμά τους από το μαχαλά στη δισκογραφία τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.